Το διαζύγιο αποτελεί όχι μόνο μία δύσκολη απόφαση, αλλά και μία χρονοβόρα συνήθως διαδικασία με οικονομικό και ψυχολογικό κόστος για το ζευγάρι.

Μετά από την τελευταία τροποποίηση που επήλθε με το Ν. 4509/2017, ο γάμος μπορεί πλέον να λυθεί είτε με διαζύγιο, το οποίο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, είτε με έγγραφη συμφωνία μεταξύ των συζύγων. Στην πρώτη περίπτωση, γίνεται λόγος για διαζύγιο κατ’ αντιδικία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, για συναινετικό διαζύγιο.

  • Διαζύγιο κατ΄ αντιδικία

Στην περίπτωση αυτή, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το άλλο πρόσωπο ή και τους δύο (όχι όμως του ίδιου), ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ίδιο.

Εφόσον δεν αποδεικνύεται το αντίθετο, ο κλονισμός τεκμαίρεται σε περίπτωση διγαμίας ή μοιχείας του έτερου συζύγου, εγκατάλειψης ή επιβουλής της ζωής, καθώς και σε περίπτωση άσκησης ενδοοικογενειακής βίας εναντίον του συζύγου ο οποίος ζητάει το διαζύγιο.

Τα πράγματα απλοποιούνται περισσότερο, όταν οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια, καθώς ο κλονισμός της σχέσης τους τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά στο πρόσωπο του συζύγου ο οποίος επιθυμεί την έκδοση διαζυγίου.

Αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση αυτού είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων ή στην περιφέρεια αυτού όπου έχει την κατοικία του ο σύζυγος κατά του οποίου στρέφεται η αγωγή διαζυγίου.

  • Συναινετικό Διαζύγιο

Σε αυτή την περίπτωση, απαιτείται έγγραφη συμφωνία των συζύγων για τη λύση του γάμου τους η οποία υποβάλλεται, μαζί με άλλα έγγραφα, σε συμβολαιογράφο. Η συμφωνία αυτή συνάπτεται μεταξύ των συζύγων με την παρουσία πληρεξούσιου δικηγόρου για καθέναν από αυτούς και υπογράφεται από τους ίδιους και από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ή μόνον από τους τελευταίους, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο. Οι σύζυγοι δεν μπορούν να εκπροσωπηθούν από κοινό δικηγόρο. Σε αυτό το σημείο, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς η πληρεξουσιότητα θα πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της συμφωνίας.

Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, για να λυθεί ο γάμος με αυτόν τον τρόπο θα πρέπει οι σύζυγοι να ρυθμίσουν με την ίδια ή με άλλη έγγραφη συμφωνία, τα θέματα επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής τους, η οποία και θα ισχύει για δύο (2) τουλάχιστον έτη.

Η έγγραφη συμφωνία για τη λύση του γάμου, καθώς και η ως άνω συμφωνία για την επιμέλεια, την επικοινωνία και τη διατροφή των ανήλικων τέκνων υποβάλλονται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του κάθε συζύγου, μαζί με τα ειδικά πληρεξούσια σε συμβολαιογράφο ο οποίος και καταρτίζει σχετική συμβολαιογραφική πράξη. Η πράξη αυτή θα πρέπει υποχρεωτικά να απέχει τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες από την ημερομηνία υπογραφής της έγγραφης συμφωνίας των συζύγων η οποία και αποδεικνύεται με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των συζύγων από τη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου της έδρας του συμβολαιογράφου που θα καταρτίσει την πράξη.

Με τη συμβολαιογραφική πράξη την οποία συντάσσει ο συμβολαιογράφος και υπογράφουν οι σύζυγοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ή μόνο οι τελευταίοι, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο, βεβαιώνεται η λύση του γάμου, επικυρώνονται οι συμφωνίες των συζύγων και ενσωματώνονται σε αυτή. Η πληρεξουσιότητα και εδώ, θα πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της πράξης.

Η λύση του γάμου επέρχεται με την κατάθεση αντιγράφου της συμβολαιογραφικής πράξης στο ληξιαρχείο όπου έχει καταχωρισθεί η σύσταση του γάμου και επομένως, ως ημερομηνία λύσης αυτού θεωρείται η ημερομηνία κατάθεσης στο οικείο ληξιαρχείο και όχι αυτή της συμβολαιογραφικής πράξης.

  • Μετά το διαζύγιο

Σε περίπτωση θρησκευτικού γάμου, παραγγέλλεται η λύση αυτού από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ύστερα από αίτηση του έχοντος έννομο συμφέρον η οποία συνοδεύεται από αντίγραφο της συμβολαιογραφικής πράξης. Η αίτηση με την παραγγελία συνυποβάλλονται στην Ιερά Μητρόπολη στην οποία ανήκει ο ιερός ναός όπου τελέστηκε ο γάμος. Σημειώνεται ότι η πνευματική λύση του γάμου είναι υποχρεωτική προκειμένου να γίνει η δήλωση στο αρμόδιο ληξιαρχείο.

  • Περιουσιακά Θέματα

Κατ’ αρχήν ισχύει η αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων, καθώς ο νόμος προβλέπει ότι ο γάμος δεν μεταβάλλει την περιουσιακή αυτοτέλειά τους. Δεν αποκλείεται όμως, αν ο γάμος λυθεί κατά τα ανωτέρω ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, να ζητήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται δε ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες.

Αν τα μέρη δεν συμφωνούν, τότε καθένα από αυτά μπορεί να ασκήσει την αγωγή αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου μέσα στα επόμενα δύο χρόνια από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου, καθώς διαφορετικά, η αξίωση αυτή παραγράφεται. Η αξίωση αυτή δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν έχει αναγνωριστεί συμβατικά ή έχει επιδοθεί αγωγή.

  • Δυνατότητα Διαμεσολάβησης

Η λύση του γάμου, δηλαδή το διαζύγιο είτε με δικαστική απόφαση είτε το συναινετικό δεν υπάγονται σε διαμεσολάβηση και δεν είναι δεκτικά μίας τέτοιας διαδικασίας. Ωστόσο, ορισμένα θέματα που απορρέουν ή συνδέονται με αυτό, υπάγονται πλέον υποχρεωτικά, μετά το Ν. 4640/2019, στη Διαμεσολάβηση.

Πιο συγκεκριμένα, από 15.01.2020 υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία οι οικογενειακές διαφορές που αφορούν, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό, τη μείωση ή την αύξηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για τις ανάγκες της οικογένειας, της διατροφής που οφείλεται λόγω γάμου ή διαζυγίου, τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων, την άσκηση της γονικής μέριμνας και την επικοινωνία των γονέων και των λοιπών ανιόντων με τα τέκνα, καθώς και κάθε άλλη περιουσιακού δικαίου διαφορά, που απορρέει από τη σχέση των συζύγων, ή των γονέων και τέκνων (θέματα επιμέλειας, διατροφής, περιουσίας). Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι αν δεν προηγηθεί η διαδικασία της διαμεσολάβησης, η συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον των δικαστηρίων θα θεωρηθεί απαράδεκτη. Σημειώνεται ότι τα παραπάνω δεν ισχύουν σε περίπτωση ασφαλιστικών μέτρων.

Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης τα μέρη είναι ελεύθερα να καταλήξουν σε συμφωνία με το περιεχόμενο που επιθυμούν. Αν δεν συμφωνήσουν μπορούν ανά πάσα στιγμή να διακόψουν τη διαμεσολάβηση και να προχωρήσουν σε δικαστική διεκδίκηση. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι εμπιστευτική, πιο οικονομική συγκριτικά προς τη δικαστική οδό και οπωσδήποτε ταχεία και πιο φιλική. Αν τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία αυτό θα είναι προς όφελος τόσο των ίδιων των συζύγων όσο και των παιδιών τους. Σε κάθε περίπτωση με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν επιβάλλεται στα μέρη κάποια απόφαση. Επομένως, οι σύζυγοι μπορούν να είναι βέβαιοι ότι δεν θα καταλήξουν σε οποιοδήποτε αποτέλεσμα με το οποίο δεν συμφωνούν.

______________

Εφόσον επιθυμείτε ή σκέφτεστε να προχωρήσετε στη λύση του γάμου σας με τον σύζυγό σας, τότε θα πρέπει να απευθυνθείτε σε ένα έμπειρο και αξιόπιστο δικηγορικό γραφείο το οποίο θα εξετάσει προσεκτικά τη συγκεκριμένη υπόθεση και θα σας καθοδηγήσει κατάλληλα ώστε να λάβετε τις αποφάσεις που ταιριάζουν καλύτερα στη δική σας περίπτωση. Στην εταιρεία μας, έμπειροι δικηγόροι μπορούν να σας καθοδηγήσουν σε όλα τα στάδια της διαδικασίας με εξειδικευμένες συμβουλές προσαρμοσμένες στις ανάγκες σας.

 

© Copyright 2000 - | PnpLawFirm | All Rights Reserved |