Κατά την κρατούσα γνώμη, όταν παρέχεται ενέχυρο επί αντικαταστατών (και ιδίως αναλωτών) πραγμάτων, όπως μετρητά, πολύτιμα μέταλλα, ανώνυμα αξιόγραφα, ο δανειστής αποκτά την κυριότητα των πραγμάτων, την οποία αντίστοιχα χάνει ο ενεχυραστής. Στην περίπτωση αυτή γίνεται παραδοσιακά λόγος για «ανώμαλο ενέχυρο». Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται η νομική φύση του ανώμαλου ενεχύρου και γίνεται δεκτό ότι δεν πρόκειται για ενέχυρο με την έννοια του ΑΚ, ενώ δεν παρουσιάζει από δογματική άποψη καμία αυθυπαρξία έναντι της εξασφαλιστικής μεταβίβασης (αν πρόκειται για ασφαλειοδοσία επί πραγμάτων) ή της χρηματικής εγγυοδοσίας (αν πρόκειται για ασφαλειοδοσία επί χρημάτων). Το ανώμαλο ενέχυρο συνιστά μεν μια ειδική περίπτωση εξασφαλιστικής μεταβίβασης ή χρηματικής εγγυοδοσίας, αλλά από δογματική άποψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ούτε επιβάλλουν ούτε επιτρέπουν κάποια ιδιαίτερη νομική μεταχείριση. Το σύνολο των κανόνων που εφαρμόζονται γενικά στην εξασφαλιστική μεταβίβαση ή στη χρηματική εγγυοδοσία βρίσκουν εφαρμογή και ειδικά στο ανώμαλο ενέχυρο. Αντίστροφα, όσοι κανόνες του ΑΚ περί ενεχύρου δεν βρίσκουν (αναλογική) εφαρμογή στην εξασφαλιστική μεταβίβαση ή στη χρηματική εγγυοδοσία δεν εφαρμόζονται ούτε στο ανώμαλο ενέχυρο.
Πέραν όμως από περιττή, η κατασκευή του ανώμαλου ενεχύρου είναι παραπλανητική και πρέπει να εγκαταλειφθεί ολοσχερώς, ακόμη κι αν χρησιμοποιείται με καθαρά περιγραφική πρόθεση. Διότι με την κατασκευή αυτή συμπιέζονται αφόρητα σε μία έννοια δύο ουσιωδώς ανόμοιες μορφές ασφαλειοδοσίας, αφενός η εξασφαλιστική μεταβίβαση πραγμάτων και αφετέρου η χρηματική εγγυοδοσία, οι οποίες όμως, λόγω της διαφορετικής νομικής φύσης και των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζει καθεμία, απαιτούν σαφώς διαφορετική αντιμετώπιση όσον αφορά τους κανόνες που τις διέπουν. Αλλά και αντίστροφα, διαφοροποιούνται αδικαιολόγητα μορφές ασφαλειοδοσίας που είναι προφανώς όμοιες και χρήζουν ίδιας αντιμετώπισης: Γιατί θα πρέπει να κρίνεται διαφορετικά η καταβολή φυσικού χρήματος με σκοπό την εξασφάλιση απαίτησης (ανώμαλο ενέχυρο) από την (πολύ συνηθέστερη στην πράξη) απλή μεταφορά πίστωσης σε τραπεζικό λογαριασμό για τον ίδιο σκοπό (χρηματική εγγυοδοσία); Στην παρούσα μελέτη καταδεικνύεται ότι οι δύο περιπτώσεις πρέπει να κρίνονται ενιαία, αφού αμφότερες συνιστούν στην πραγματικότητα, παροχή ασφάλειας επί της απαίτησης του ασφαλειοδότη κατά του ασφαλειολήπτη για επιστροφή του ποσού που δόθηκε ως ασφάλεια.
Ακολουθεί αυτούσια η μελέτη όπως δημοσιεύτηκε στο νομικό περιοδικό Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου
Ανώμαλο Ενέχυρο – Ανάτυπο ΧρΙΔ