Όταν ο ιδιοκτήτης και εκμισθωτής ενός ακινήτου προβαίνει στην εκποίησή του, αυτός που αποκτά υπεισέρχεται αυτοδίκαια και συνολικά στην έννομη σχέση της μίσθωσης. Δεν αποκλείεται όμως ο μισθωτής να αγνοεί την εκποίηση και να συνεχίζει να καταβάλλει μισθώματα στον προηγούμενο ιδιοκτήτη με τον οποίο κατάρτισε τη μίσθωση, παρότι αυτός δεν είναι πλέον εκμισθωτής και δανειστής της απαίτησης για καταβολή μισθωμάτων. Αν η καταβολή δεν θεωρηθεί έγκυρη, η υποχρέωση για καταβολή μισθωμάτων δεν αποσβέστηκε και το βάρος αναζήτησης όσων καταβλήθηκαν καθώς και τον κίνδυνο αφερεγγυότητας του αρχικού εκμισθωτή έχει ο μισθωτής, ο οποίος κατέβαλε σε μη δικαιούχο· διαφορετικά το σχετικό βάρος και τον αντίστοιχο κίνδυνο φέρει ο νέος κτήτορας. Αντίστοιχα είναι τα ζητήματα που ανακύπτουν επί εμπράγματης κληροδοσίας με αντικείμενο μισθωμένο ακίνητο ή επί περισσότερων κληρονόμων εκ των οποίων ο ένας εγκαταστάθηκε στο μισθωμένο ακίνητο ως δήλο. Ποιος φέρει τον κίνδυνο από την καταβολή μισθωμάτων σε μη δικαιούχο εν αγνοία της πραγματικής κληρονομικής ή κληροδοχικής διαδοχής;

Ακολουθεί αυτούσια η μελέτη όπως δημοσιεύτηκε στο νομικό περιοδικό Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου

Εκποίηση μισθίου – ανάτυπο ΧρΙΔ

Το δικαίωμα μείωσης της αντιπαροχής λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής ρυθμίζεται στον ΑΚ, ή σε ειδικούς νόμους εκτός ΑΚ, αποσπασματικά, για συγκεκριμένους δηλαδή τύπους συμβάσεων. Ο αγοραστής στην πώληση, ο μισθωτής στη μίσθωση και ο εργοδότης στη σύμβαση έργου έχουν δικαίωμα μείωσης της αντιπαροχής τους αν το πωλούμενο πράγμα, το μίσθιο ή το έργο εμφανίζουν πραγματικά ελαττώματα. Αντίθετα, ο ΑΚ δεν προβλέπει ένα γενικό δικαίωμα μείωσης της οφειλόμενης αντιπαροχής επί πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής σε όλες τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. Έτσι, για ένα μεγάλο μέρος των συμβάσεων που καταρτίζονται καθημερινά ο δανειστής που λαμβάνει πλημμελή παροχή περιορίζεται τελικά στην αξίωση αποζημίωσης, η οποία όμως συχνά δεν γεννιέται καν ελλείψει ζημίας. Στις περιπτώσεις αυτές ο δανειστής πληρώνει κατ’ αποτέλεσμα για μια παροχή υποδεέστερη αυτής στην οποία συμφώνησε. Το ζήτημα ανακύπτει με χαρακτηριστικό τρόπο στις συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, όταν το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών είναι κατώτερο αυτού που συμφωνήθηκε, αλλά ο δανειστής δεν έχει υποστεί εκ του λόγου αυτού κάποια ζημία. Στην παρούσα μελέτη προτείνεται η περαιτέρω διάπλαση του δικαίου προκειμένου να αναγνωριστεί ένα γενικό δικαίωμα μείωσης της οφειλόμενης αντιπαροχής λόγω πλημμελούς παροχής για όλες τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένης της σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Το δικαίωμα αυτό είναι διαπλαστικό, ανεξάρτητο πταίσματος του οφειλέτη και ζημίας του δανειστή. Αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ισοδυναμίας παροχής και αντιπαροχής που διατάραξε η πλημμελής εκπλήρωση και θεμελιώνεται σε αναλογία δικαίου αφενός προς τις ειδικά ρυθμιζόμενες περιπτώσεις μείωσης και αφετέρου προς την (μερική) απαλλαγή του δανειστή από την υποχρέωση αντιπαροχής επί μερικής αδυναμίας παροχής.

Ακολουθεί αυτούσια η μελέτη όπως δημοσιεύτηκε στο νομικό περιοδικό Εφαρμογές Αστικού Δικαίου

Ανάτυπο ΕφΑΔ Μείωση αμοιβής

Κατά την κρατούσα γνώμη, όταν παρέχεται ενέχυρο επί αντικαταστατών (και ιδίως αναλωτών) πραγμάτων, όπως μετρητά, πολύτιμα μέταλλα, ανώνυμα αξιόγραφα, ο δανειστής αποκτά την κυριότητα των πραγμάτων, την οποία αντίστοιχα χάνει ο ενεχυραστής. Στην περίπτωση αυτή γίνεται παραδοσιακά λόγος για «ανώμαλο ενέχυρο». Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται η νομική φύση του ανώμαλου ενεχύρου και γίνεται δεκτό ότι δεν πρόκειται για ενέχυρο με την έννοια του ΑΚ, ενώ δεν παρουσιάζει από δογματική άποψη καμία αυθυπαρξία έναντι της εξασφαλιστικής μεταβίβασης (αν πρόκειται για ασφαλειοδοσία επί πραγμάτων) ή της χρηματικής εγγυοδοσίας (αν πρόκειται για ασφαλειοδοσία επί χρημάτων). Το ανώμαλο ενέχυρο συνιστά μεν μια ειδική περίπτωση εξασφαλιστικής μεταβίβασης ή χρηματικής εγγυοδοσίας, αλλά από δογματική άποψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ούτε επιβάλλουν ούτε επιτρέπουν κάποια ιδιαίτερη νομική μεταχείριση. Το σύνολο των κανόνων που εφαρμόζονται γενικά στην εξασφαλιστική μεταβίβαση ή στη χρηματική εγγυοδοσία βρίσκουν εφαρμογή και ειδικά στο ανώμαλο ενέχυρο. Αντίστροφα, όσοι κανόνες του ΑΚ περί ενεχύρου δεν βρίσκουν (αναλογική) εφαρμογή στην εξασφαλιστική μεταβίβαση ή στη χρηματική εγγυοδοσία δεν εφαρμόζονται ούτε στο ανώμαλο ενέχυρο.

Πέραν όμως από περιττή, η κατασκευή του ανώμαλου ενεχύρου είναι παραπλανητική και πρέπει να εγκαταλειφθεί ολοσχερώς, ακόμη κι αν χρησιμοποιείται με καθαρά περιγραφική πρόθεση. Διότι με την κατασκευή αυτή συμπιέζονται αφόρητα σε μία έννοια δύο ουσιωδώς ανόμοιες μορφές ασφαλειοδοσίας, αφενός η εξασφαλιστική μεταβίβαση πραγμάτων και αφετέρου η χρηματική εγγυοδοσία, οι οποίες όμως, λόγω της διαφορετικής νομικής φύσης και των ιδιαιτεροτήτων που παρουσιάζει καθεμία, απαιτούν σαφώς διαφορετική αντιμετώπιση όσον αφορά τους κανόνες που τις διέπουν. Αλλά και αντίστροφα, διαφοροποιούνται αδικαιολόγητα μορφές ασφαλειοδοσίας που είναι προφανώς όμοιες και χρήζουν ίδιας αντιμετώπισης: Γιατί θα πρέπει να κρίνεται διαφορετικά η καταβολή φυσικού χρήματος με σκοπό την εξασφάλιση απαίτησης (ανώμαλο ενέχυρο) από την (πολύ συνηθέστερη στην πράξη) απλή μεταφορά πίστωσης σε τραπεζικό λογαριασμό για τον ίδιο σκοπό (χρηματική εγγυοδοσία); Στην παρούσα μελέτη καταδεικνύεται ότι οι δύο περιπτώσεις πρέπει να κρίνονται ενιαία, αφού αμφότερες συνιστούν στην πραγματικότητα, παροχή ασφάλειας επί της απαίτησης του ασφαλειοδότη κατά του ασφαλειολήπτη για επιστροφή του ποσού που δόθηκε ως ασφάλεια.

 

Ακολουθεί αυτούσια η μελέτη όπως δημοσιεύτηκε στο νομικό περιοδικό Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου

 

Ανώμαλο Ενέχυρο – Ανάτυπο ΧρΙΔ

© Copyright 2000 - | PnpLawFirm | All Rights Reserved |