Το άρθρο 907 ΑΚ συνιστά μια «παρεξηγημένη» διάταξη, η οποία έχει επικριθεί όσο λίγες στον αστικό κώδικα. Παρά ταύτα, η ανάλυση του σκοπού και της λειτουργίας της αναδεικνύει τον κομβικό ρόλο της για την αποτροπή ανήθικων συναλλαγών συμπληρωματικά προς την εξίσου κομβική διάταξη του άρθρου 178 ΑΚ. Αμφότερες αρνούνται την προστασία της έννομης τάξης σε ανήθικες συναλλαγές (είτε κατά την κατάρτιση, άρθρο 178 ΑΚ, είτε κατά την αναστροφή τους, άρθρο 907 ΑΚ) και έτσι θέτουν τους συναλλασσομένους ενώπιον αυξημένων περιουσιακών κινδύνων, οι οποίοι τείνουν να δρουν αποτρεπτικά στην κατάρτιση ανήθικων συναλλαγών. Ειδικότερα, το άρθρο 907 ΑΚ καθιστά επισφαλή την ανήθικη συναλλαγή για τα εμπλεκόμενα μέρη και ιδίως γι’ αυτόν που προεκπληρώνει καθώς αρνείται την αναστροφή της σε περίπτωση που δεν επιτευχθεί ο σκοπός της.

Η μελέτη αποτελεί ανεπτυγμένη εκδοχή ομώνυμης εισήγησης που παρουσιάστηκε από τον συγγραφέα στην Ένωση Αστικολόγων στη συνεδρίαση της 24.11.2022.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕφΑΔΠολΔ, τεύχος 2/2023 (σελ. 150) και μπορείτε να το βρείτε στον ακόλουθο σύνδεσμο.

ΕΦΑΠΟΛΔ 2023, 150 – 907 ΑΚ, έννοια και περιεχόμενο

Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται το ερώτημα αν οι περιορισμοί στη μεταβίβαση μετοχών που θέτει το καταστατικό ανώνυμης εταιρείας κατ’ άρθρο 43 ν. 4548/2018 καταλαμβάνουν και την παροχή ασφάλειας επί των μετοχών με τη μορφή είτε ενεχύρου είτε εξασφαλιστικής (καταπιστευτικής) μεταβίβασης. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, ο κύριος των δεσμευμένων μετοχών δεν επιτρέπεται να συστήσει ασφάλεια επ’ αυτών χωρίς να τηρήσει προηγουμένως τους όρους που θέτει το καταστατικό για τη μεταβίβαση των μετοχών· αν παρά ταύτα το πράξει, η ασφάλεια θα είναι άκυρη.

Το ερώτημα εξετάζεται αρχικά σε σχέση με το ενέχυρο, τόσο του ΑΚ όσο και του ν.δ. 17.7/13.8.1923 και του ν. 3301/2004, και εν συνεχεία σε σχέση με την καταπιστευτική (εξασφαλιστική) μεταβίβαση. Η ανάπτυξη γίνεται μεν ειδικά εν αναφορά προς την ανώνυμη εταιρεία, οι σκέψεις που παρατίθενται εφαρμόζονται όμως κατά βάση και στους αντίστοιχους περιορισμούς που θέτουν τα καταστατικά άλλων τύπων κεφαλαιουχικών εταιρειών.

Στη μελέτη αποκρούεται η κρατούσα γνώμη που θεωρεί ότι η σύσταση ενεχύρου καταλαμβάνεται από τους περιορισμούς του καταστατικού για τη μεταβίβαση των μετοχών και υποστηρίζεται ότι η σύσταση του ενεχύρου είναι κατά βάση ελεύθερη. Ομοίως υποστηρίζεται ότι επιτρέπεται η εξασφαλιστική μεταβίβαση ακόμη και χωρίς τήρηση των όρων του καταστατικού, εφόσον η μεταβίβαση είτε εγγράφεται στο βιβλίο μετόχων της εταιρείας αφότου το ασφαλιζόμενο χρέος καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ή έχει εξαρτηθεί από την αναβλητική αίρεση ότι το χρέος θα καταστεί ληξιπρόθεσμο και απαιτητό.

Για να κατεβάσετε τη μελέτη σε pdf πατήστε εδώ.

Σε περίπτωση βλάβης πράγματος που οδηγεί σε υποχρέωση αποζημίωσης, η αποζημίωση περιλαμβάνει και τις δαπάνες που κάνει ο δικαιούχος της χρήσης του (κύριος, μισθωτής κλπ) για να αναπληρώσει τη χρήση που στερήθηκε (λχ. για όσο χρόνο διαρκεί η επισκευή του πράγματος). Στις δαπάνες αυτές ανήκει ιδίως το μίσθωμα που καταβάλλει ο δικαιούχος της χρήσης του πράγματος για να μισθώσει ένα πράγμα παρόμοιο με αυτό που στερείται για όσο χρόνο δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το πράγμα. Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται το ερώτημα αν ο δικαιούχος της χρήσης δικαιούται αποζημίωση για τη στέρηση της χρήσης του πράγματος ακόμη κι αν δεν προέβη σε κάποια δαπάνη για να αναπληρώσει τη χρήση που στερήθηκε, ιδίως επειδή δεν μίσθωσε άλλο παρόμοιο πράγμα.

Η κρατούσα γνώμη απαντά στο ερώτημα αρνητικά με επίκληση της θεωρίας της διαφοράς. Η θέση όμως αυτή δεν είναι πειστική. Στην παρούσα μελέτη υποστηρίζεται ότι όποιος, συνεπεία ζημιογόνου γεγονότος (που συνιστά νόμιμο λόγο ευθύνης), στερείται τη χρήση πράγματος για την οποία είχε δικαίωμα δικαιούται αποζημίωση για τη χρήση που στερήθηκε, ανεξάρτητα από τη θεμελίωση συγκεκριμένης θετικής ή αποθετικής ζημίας. Τη θέση αυτή φαίνεται να λαμβάνει πλέον και ο ΑΠ με την υπ’ αριθμ. 27/2017 απόφασή του. Η αποζημίωση χρήσης υπολογίζεται αφηρημένα με βάση το ποσό που θα απαιτούνταν για να αναπληρώσει ο χρήστης του πράγματος τη χρήση που στερήθηκε (είτε έκανε τέτοια δαπάνη είτε όχι) και οφείλεται είτε ο δικαιούχος απώλεσε τη χρήση πράγματος που ήδη είχε είτε δεν έλαβε ποτέ τη χρήση πράγματος για την οποία είχε σχετική (συμβατική ή νόμιμη) αξίωση.

Η αναγνώριση αποζημίωσης χρήσης αυτού του είδους συνιστά στην ουσία συνεπή προέκταση όσων ούτως ή άλλως γίνονται δεκτά για την αποζημίωση του κυρίου σε περίπτωση οριστικής απώλειας του πράγματος. Στην τελευταία περίπτωση, η αξίωση προς αποζημίωση γεννιέται τη στιγμή που πληρούνται οι όροι της ευθύνης και είναι σαφές ποια ζημιά υφίσταται ή πρόκειται να υποστεί ο δικαιούχος. Η αποζημίωση είναι καταβλητέα σε χρήμα και δεν απαιτείται να δαπανηθεί όντως για την επαναφορά της κατάστασης που θα υπήρχε αν δεν είχε συμβεί το ζημιογόνο γεγονός. Ο δανειστής είναι ελεύθερος να χρησιμοποιήσει την αποζημίωση που δικαιούται με όποιον τρόπο επιθυμεί, χωρίς η απόφασή του αυτή να επηρεάζει την ύπαρξη και το ύψος της απαίτησής του. Η ελευθερία αυτή ενισχύει τη συνολική οικονομική ευημερία καθώς επιτρέπει στους δικαιούχους αποζημίωσης να αξιοποιούν με τον επωφελέστερο γι’ αυτούς τρόπο τους οικονομικούς πόρους που διαθέτουν.

Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται πλήρως η αποζημίωση χρήσης με την παραπάνω έννοια ως αποζημίωση για θετική περιουσιακή ζημία. Από τη στιγμή που καθίσταται σαφές ότι ο δικαιούχος θα στερηθεί τη χρήση πράγματος για ορισμένο χρονικό διάστημα, δικαιούται αποζημίωση ίση με το ποσό που απαιτείται για να αναπληρώσει τη χρήση αυτή, ιδίως ίση με το ποσό που θα απαιτούνταν προκειμένου να μισθώσει ένα όμοιο πράγμα με αυτό που στερείται. Δεν έχει σημασία αν ο δικαιούχος αξιοποιήσει τελικά την αποζημίωση που δικαιούται για να αναπληρώσει πράγματι τη χρήση που στερείται ή αν θα βρει εναλλακτικούς τρόπους για να ικανοποιήσει τις ανάγκες που κάλυπτε η χρήση του πράγματος.

Για να λάβετε τη μελέτη σε pdf πατήστε εδώ.

Pursuant to Law 89/1967, as currently in force, a foreign company can establish a Representative Office (hereinafter “Rep. Office”) in Greece under the following conditions:

i. A permit by the Ministry of Development is required. Usually, the permit is issued after two (2) months upon filing of the application provided that the supporting documentation of the application is complete. Upon issue of the permit, approximately an additional month is required for the registration with the Tax Authority and for acquiring a VAT number.

ii. A Rep. Office cannot be established for commercial activities.

More specifically, according to Art 1 of Law 89/1967, a Rep. Office can only be established for the following (non-commercial) activities:

(a) consulting services;
(b) centralization of accounting services;
(c) control of production, products, procedures and services,
(d) preparation of studies, designs and contracts;
(e) advertising and marketing services;
(f) data processing;
(g) receipt and supply of information;
(h) research and development services;
(i) software development;
(j) computer programming and IT systems support;
(k) storage and management of files and information;
(l) storage and management of files and information excluding execution of transports by own means;
(m) management and training of human resources;
(n) call center activity;
(o) computer-based telephone information.

iii. A fixed profit margin that is calculated on the basis of gross expenses (so-called cost-plus basis) is applied for the taxation of the Rep. Office. The profit margin is set by the Ministry provided that the applicant files a study on the calculation of the profit margin. Cost-plus basis cannot be under 5%.

iv. The Rep. Office must have a minimum of € 100.000 in yearly expenses.

v. It must employ at least 4 employees, one of which can be employed only part-time; these 4 employees must be hired within a year upon issue of the permit.

vi. Every five years upon issue of the permit a revised study on the cost-plus basis shall be filed to the Ministry of Development.

vii. The Rep. Office must file a yearly report to the Ministry of Development on the activities of the Rep. Office in the past year (e.g. inflow of funds, expenses, taxable income; staff employed).

 

Η κατοχύρωση εμπορικού σήματος αποτελεί μία σχετικά γρήγορη και τυπική διαδικασία η οποία μπορεί να γίνει είτε με ηλεκτρονικό τρόπο είτε ενώπιον του αρμοδίου γραφείου με την υποβολή των σχετικών δηλώσεων και όλων των απαιτούμενων δικαιολογητικών σε έντυπη μορφή.

Με το Νόμο 4679/2020 (ΦΕΚ 71/Α/20-03-2020) για τα εμπορικά σήματα (όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει μετά το Ν. 4796/2021) έγινε ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2015/2436 για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων και της Οδηγίας 2004/48/ΕΚ σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, ενώ καταργήθηκαν τα άρθρα 121 έως 182 του προϊσχύοντος Ν. 4072/2012.

Το δικαίωμα στο σήμα αποκτάται με την καταχώρισή του στο μητρώο και η κατοχύρωση αυτού διαρκεί για δέκα (10) χρόνια, ενώ μπορεί να ανανεώνεται ανά δεκαετία χωρίς άλλο χρονικό περιορισμό. Η αίτηση για την ανανέωση κατατίθεται μέσα στο τελευταίο εξάμηνο της δεκαετούς προστασίας και συνοδεύεται από την καταβολή του τέλους ανανέωσης. Σε περίπτωση μη ανανέωσης, παύει αυτοδικαίως η προστασία του σήματος.

Είδη σημάτων

Το σήμα (εθνικό, ευρωπαϊκό ή διεθνές) διακρίνει τα προϊόντα και τις υπηρεσίες μιας συγκεκριμένης επιχείρησης από τα προϊόντα και τις υπηρεσίες μίας άλλης.

Το σήμα μπορεί να λαμβάνει τις εξής μορφές:

Λεκτικό Σήμα

Πρόκειται για σήμα το οποίο αποτελείται από λέξεις ή/και γράμματα ή/και αριθμούς ή/και άλλους κανονικούς τυπογραφικούς χαρακτήρες ή συνδυασμό των παραπάνω που μπορούν να πληκτρολογηθούν.

Απεικονιστικό Σήμα

Πρόκειται για σήμα το οποίο αποτελείται από μη τυποποιημένους χαρακτήρες, τρόπο απεικόνισης ή διάταξη ή κάποιο γραφιστικό χαρακτηριστικό ή αποκλειστικά από εικονιστικά στοιχεία, με ή χωρίς χρώμα.

Απεικονιστικό με λεκτικά στοιχεία

Το σήμα αυτής της μορφής αποτελείται από συνδυασμό τόσο λεκτικών όσο και απεικονιστικών στοιχείων.

Σήμα τρισδιάστατου σχήματος

Το σήμα αυτό απεικονίζεται ως, συνίσταται από ή εκτείνεται σε τρισδιάστατο σχήμα, περιλαμβανομένων των δοχείων και κιβωτίων, της συσκευασίας, του προϊόντος αυτού καθαυτού ή της εμφάνισης του.

Σήμα τρισδιάστατου σχήματος με λεκτικά στοιχεία

Πρόκειται για σήμα τρισδιάστατου σχήματος το οποίο περιέχει και λεκτικά στοιχεία.

Σήμα θέσης

Πρόκειται για συγκεκριμένη τοποθέτηση ή επίθεση ενός σήματος στο προϊόν.

Σήμα μοτίβου

Πρόκειται για ένα σύνολο στοιχείων τα οποία επαναλαμβάνονται με ομοιόμορφο τρόπο.

Σήμα (μεμονωμένου) χρώματος ή Σήμα (συνδυασμού) χρωμάτων

Το σήμα αυτής της μορφής αποτελείται από μία συγκεκριμένη απόχρωση χρώματος ή συνδυασμό χρωμάτων, χωρίς περίγραμμα.

Ηχητικό Σήμα

Πρόκειται για σήμα το οποίο αποτελείται αποκλειστικά από ήχο ή συνδυασμό ήχων σε ακουστική μορφή ή παρτιτούρα.

Σήμα Κίνησης

Το σήμα αυτής της μορφής αποτελείται από ή εκτείνεται σε κίνηση ή μεταβολή της θέσης των στοιχείων αυτού.

Πολυμεσικό Σήμα

Πρόκειται για σήμα το οποίο αποτελείται από συνδυασμό εικόνας και ήχου.

Ολογραφικό Σήμα

Πρόκειται για σήμα το οποίο αποτελείται από στοιχεία με ολογραφικά χαρακτηριστικά.

Σκοπιμότητα προελέγχου

Πριν από την υποβολή αίτησης για κατοχύρωση σήματος είναι σημαντικό να προηγηθεί έλεγχος τόσο του σήματος που πρόκειται να κατοχυρωθεί όσο και των απαραίτητων προϋποθέσεων και δικαιολογητικών. Σκοπός του προελέγχου είναι να μην απορριφθεί η σχετική αίτηση δεδομένου μάλιστα ότι σε περίπτωση απόρριψης τα καταβληθέντα ποσά δεν επιστρέφονται. Κάποιοι από τους βασικούς λόγους απόρριψης είναι η προγενέστερη κατάθεση αίτησης από άλλον δικαιούχο ή ακόμα και η έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα του σήματος.

Γιατί σας συμφέρει να κατοχυρώσετε το σήμα σας

Το εμπορικό σήμα αποτελεί προϊόν πνευματικής ιδιοκτησίας και περιουσιακό στοιχείο του δικαιούχου. Αυτό συνεπάγεται ότι μπορεί να μεταβιβαστεί, εν ζωή ή αιτία θανάτου, για το σύνολο ή μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών για τις οποίες έχει καταχωριστεί, ανεξάρτητα από τη μεταβίβαση της επιχείρησης.

Η καταχώριση του σήματος παρέχει στον δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα (ενδεικτικά) χρήσης του, το δικαίωμα να επιθέτει αυτό στα προϊόντα τα οποία προορίζεται να διακρίνει, να χαρακτηρίζει τις παρεχόμενες υπηρεσίες, να επιθέτει αυτό στα περικαλύμματα και τις συσκευασίες των εμπορευμάτων, στο χαρτί αλληλογραφίας, στα τιμολόγια, τους τιμοκαταλόγους, τις αγγελίες, τις κάθε είδους διαφημίσεις, καθώς και σε άλλο έντυπο υλικό, και να το χρησιμοποιεί σε ηλεκτρονικά ή οπτικοακουστικά μέσα ή μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Περαιτέρω, η καταχώριση του σήματος παρέχει στον δικαιούχο προστασία της αξίας της επωνυμίας του και διευκολύνει την κατοχύρωση έναντι ανταγωνιστικών σημάτων. Επίσης, δημιουργεί κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ επιχειρήσεων και καταναλωτών μέσω της αναγνώρισης του σήματος και παράλληλα, βοηθάει στην πρόληψη, αλλά και την αντιμετώπιση μίας πιθανής παραποίησης, απομίμησης ή/και απάτης.

Εθνική και διεθνής κατοχύρωση

Το σήμα μπορεί να κατοχυρωθεί είτε σε εθνικό επίπεδο (προστασία εντός της ελληνικής επικράτειας) είτε σε διεθνές επίπεδο (εντός ή εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης). Στη δεύτερη περίπτωση το σήμα προστατεύεται εντός των αντίστοιχων χωρικών ορίων για τα οποία κατοχυρώνεται.

Εάν ο ενδιαφερόμενος δραστηριοποιείται στο εξωτερικό ή κρίνει ότι θα πρέπει να προστατέψει το σήμα του και εκτός συνόρων, τότε συνιστάται να προχωρήσει σε κατοχύρωση αυτού σε ευρωπαϊκό ή/και σε διεθνές επίπεδο.

Σε εθνικό επίπεδο

Η Διεύθυνση Σημάτων της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων είναι αρμόδια για την εφαρμογή του Ν. 4679/2020 για τα σήματα.

Το δικαίωμα στο εθνικό σήμα γεννάται με την καταχώριση αυτού, δηλαδή την οριστική εγγραφή της δήλωσης κατάθεσης σήματος στο Μητρώο Σημάτων μετά την εξέταση των τυπικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων.

Το εθνικό σήμα μπορεί να αποτελείται από οποιαδήποτε σημεία, ιδίως από λέξεις, συμπεριλαμβανομένου του ονόματος προσώπων, ή από σχέδια, γράμματα, αριθμούς, χρώματα, το σχήμα του προϊόντος ή τη συσκευασία του προϊόντος, ή ακόμα και από ήχους, υπό την προϋπόθεση ότι τα σημεία αυτά:

α) είναι ικανά να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες άλλων επιχειρήσεων και

β) μπορούν να αναπαρίστανται στο μητρώο, κατά τρόπο που επιτρέπει στις αρμόδιες αρχές και στο κοινό να προσδιορίζουν με σαφήνεια και ακρίβεια το αντικείμενο της προστασίας που παρέχεται στο δικαιούχο του.

Περαιτέρω, για την καταχώριση του σήματος απαιτείται ταξινόμηση των προϊόντων ή/και των υπηρεσιών σε συγκεκριμένες κλάσεις, σύμφωνα με το σύστημα ταξινόμησης το οποίο καθιερώθηκε με τη διεθνή συμφωνία της Νίκαιας που αφορά τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων («ταξινόμηση της Νίκαιας»). Η ταξινόμηση αυτή διαφοροποιεί και το κόστος καταχώρισης, καθώς μεταβάλλεται η έκταση της επιδιωκόμενης προστασίας. Η εκάστοτε ισχύουσα διεθνής ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών αναρτάται στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο

Ως σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζεται το δικαίωμα που απονέμεται από το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) σύμφωνα με τον Κανονισμό 2017/1001/ΕΕ και παράγει αποτελέσματα σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας ενιαίο χαρακτήρα σε όλα τα κράτη μέλη (υφιστάμενα και μελλοντικά), με σχετικά χαμηλό κόστος αν αναλογιστεί κανείς το εύρος της καταναλωτικής αγοράς.

Σε διεθνές επίπεδο

Ως διεθνές σήμα ορίζεται το δικαίωμα που στηρίζεται σε Διεθνή Καταχώριση στο διεθνές μητρώο σημάτων που τηρεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Διανοητικής Ιδιοκτησίας (WIPO) σύμφωνα με το Διεθνές Πρωτόκολλο της Μαδρίτης (1989), το οποίο απονέμεται από τη Διεύθυνση Σημάτων ή τα Διοικητικά Δικαστήρια σύμφωνα με το πιο πάνω Πρωτόκολλο.

Η επέκταση προστασίας του σήματος σε διεθνές επίπεδο γίνεται μέσω της εθνικής ή κοινοτικής αίτησης κατοχύρωσης η οποία θα πρέπει να συνυπάρχει ή να προϋπάρχει.

Με την επέκταση αυτή επέρχεται προστασία του σήματος σε όσες χώρες επιθυμεί ο δικαιούχος, ενώ το κόστος υπολογίζεται κάθε φορά ανάλογα με το εύρος προστασίας το οποίο ζητείται.

Παραδοχή ή απόρριψη της δήλωσης κατάθεσης σήματος

Σε εθνικό επίπεδο, η δήλωση κατάθεσης σήματος ελέγχεται ως προς την πληρότητα του περιεχομένου της, την αναπαράσταση του σήματος, την περιγραφή των προϊόντων και των υπηρεσιών, τα τέλη και τα τυχόν άλλα στοιχεία ή έγγραφα που τη συνοδεύουν. Στη συνέχεια, γίνεται έρευνα για προγενέστερα σήματα και εξετάζεται η συνδρομή απόλυτων λόγων απαραδέκτου.

Αν δεν συντρέχουν τέτοιοι λόγοι, ο εξεταστής είναι αρμόδιος να κάνει δεκτή τη δήλωση κατάθεσης σήματος. Στην περίπτωση αυτή, ο εξεταστής δίνει εντολή για τη δημοσίευση της απόφασής του που κάνει δεκτή τη δήλωση κατάθεσης σήματος με την ανάρτησή της στο διαδίκτυο, προκειμένου να ενημερωθούν οι τυχόν τρίτοι που θα ήθελαν να ασκήσουν ανακοπές. Κατά της απόφασης του εξεταστή της Διεύθυνσης Σημάτων ή της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων ή της τελεσίδικης απόφασης των διοικητικών δικαστηρίων που έκαναν κατά περίπτωση δεκτή τη δήλωση κατάθεσης σήματος μπορεί να ασκηθεί ανακοπή μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών που αρχίζει από την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στον διαδικτυακό τόπο του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων.

Περαιτέρω, οι αποφάσεις των εξεταστών της Διεύθυνσης Σημάτων που απορρίπτουν εν όλω ή εν μέρει τη δήλωση κατάθεσης σήματος υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) πλήρων ημερών που αρχίζει από την επομένη της κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώ οι αποφάσεις της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων που κρίνουν επί αποφάσεων των Εξεταστών της Διεύθυνσης Σημάτων, επί ανακοπών, ή επί αιτήσεων επίλυσης διαφοράς υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών που αρχίζει από την επομένη της κοινοποίησης των εν λόγω αποφάσεων.

Συνοπτικά, η δήλωση κατάθεσης σήματος καταχωρίζεται στο μητρώο όταν συντρέξουν οι εξής προϋποθέσεις:

α) όταν η δήλωση δημοσιευτεί με ανάρτηση στον διαδικτυακό ιστότοπο του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων και παρέλθει άπρακτη η προθεσμία άσκησης ανακοπής, ή

β) όταν, μετά από άσκηση ανακοπής, η δήλωση γίνει δεκτή με απόφαση της Διοικητικής Επιτροπής Σημάτων και παρέλθει άπρακτη η προθεσμία προσφυγής κατά της απόφασης αυτής στα διοικητικά δικαστήρια, ή

γ) όταν, μετά από άσκηση προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια, η δήλωση γίνει δεκτή με απόφασή τους που έχει καταστεί τελεσίδικη.

_________________

Στην εταιρεία μας, έμπειροι δικηγόροι μπορούν να σας καθοδηγήσουν σε όλα τα στάδια της διαδικασίας με εξειδικευμένες συμβουλές προσαρμοσμένες στις δικές σας ανάγκες ή τις ανάγκες της επιχείρησής σας.

Το διαζύγιο αποτελεί όχι μόνο μία δύσκολη απόφαση, αλλά και μία χρονοβόρα συνήθως διαδικασία με οικονομικό και ψυχολογικό κόστος για το ζευγάρι.

Μετά από την τελευταία τροποποίηση που επήλθε με το Ν. 4509/2017, ο γάμος μπορεί πλέον να λυθεί είτε με διαζύγιο, το οποίο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, είτε με έγγραφη συμφωνία μεταξύ των συζύγων. Στην πρώτη περίπτωση, γίνεται λόγος για διαζύγιο κατ’ αντιδικία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση, για συναινετικό διαζύγιο.

  • Διαζύγιο κατ΄ αντιδικία

Στην περίπτωση αυτή, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει το διαζύγιο, όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά, από λόγο που αφορά το άλλο πρόσωπο ή και τους δύο (όχι όμως του ίδιου), ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ίδιο.

Εφόσον δεν αποδεικνύεται το αντίθετο, ο κλονισμός τεκμαίρεται σε περίπτωση διγαμίας ή μοιχείας του έτερου συζύγου, εγκατάλειψης ή επιβουλής της ζωής, καθώς και σε περίπτωση άσκησης ενδοοικογενειακής βίας εναντίον του συζύγου ο οποίος ζητάει το διαζύγιο.

Τα πράγματα απλοποιούνται περισσότερο, όταν οι σύζυγοι βρίσκονται σε διάσταση συνεχώς από δύο τουλάχιστον χρόνια, καθώς ο κλονισμός της σχέσης τους τεκμαίρεται αμάχητα και το διαζύγιο μπορεί να ζητηθεί, έστω και αν ο λόγος του κλονισμού αφορά στο πρόσωπο του συζύγου ο οποίος επιθυμεί την έκδοση διαζυγίου.

Αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση αυτού είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο στην περιφέρεια του οποίου βρίσκεται ο τόπος της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων ή στην περιφέρεια αυτού όπου έχει την κατοικία του ο σύζυγος κατά του οποίου στρέφεται η αγωγή διαζυγίου.

  • Συναινετικό Διαζύγιο

Σε αυτή την περίπτωση, απαιτείται έγγραφη συμφωνία των συζύγων για τη λύση του γάμου τους η οποία υποβάλλεται, μαζί με άλλα έγγραφα, σε συμβολαιογράφο. Η συμφωνία αυτή συνάπτεται μεταξύ των συζύγων με την παρουσία πληρεξούσιου δικηγόρου για καθέναν από αυτούς και υπογράφεται από τους ίδιους και από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους ή μόνον από τους τελευταίους, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο. Οι σύζυγοι δεν μπορούν να εκπροσωπηθούν από κοινό δικηγόρο. Σε αυτό το σημείο, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς η πληρεξουσιότητα θα πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της συμφωνίας.

Αν υπάρχουν ανήλικα τέκνα, για να λυθεί ο γάμος με αυτόν τον τρόπο θα πρέπει οι σύζυγοι να ρυθμίσουν με την ίδια ή με άλλη έγγραφη συμφωνία, τα θέματα επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής τους, η οποία και θα ισχύει για δύο (2) τουλάχιστον έτη.

Η έγγραφη συμφωνία για τη λύση του γάμου, καθώς και η ως άνω συμφωνία για την επιμέλεια, την επικοινωνία και τη διατροφή των ανήλικων τέκνων υποβάλλονται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του κάθε συζύγου, μαζί με τα ειδικά πληρεξούσια σε συμβολαιογράφο ο οποίος και καταρτίζει σχετική συμβολαιογραφική πράξη. Η πράξη αυτή θα πρέπει υποχρεωτικά να απέχει τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες από την ημερομηνία υπογραφής της έγγραφης συμφωνίας των συζύγων η οποία και αποδεικνύεται με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής των συζύγων από τη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου της έδρας του συμβολαιογράφου που θα καταρτίσει την πράξη.

Με τη συμβολαιογραφική πράξη την οποία συντάσσει ο συμβολαιογράφος και υπογράφουν οι σύζυγοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ή μόνο οι τελευταίοι, εφόσον είναι εφοδιασμένοι με ειδικό πληρεξούσιο, βεβαιώνεται η λύση του γάμου, επικυρώνονται οι συμφωνίες των συζύγων και ενσωματώνονται σε αυτή. Η πληρεξουσιότητα και εδώ, θα πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την υπογραφή της πράξης.

Η λύση του γάμου επέρχεται με την κατάθεση αντιγράφου της συμβολαιογραφικής πράξης στο ληξιαρχείο όπου έχει καταχωρισθεί η σύσταση του γάμου και επομένως, ως ημερομηνία λύσης αυτού θεωρείται η ημερομηνία κατάθεσης στο οικείο ληξιαρχείο και όχι αυτή της συμβολαιογραφικής πράξης.

  • Μετά το διαζύγιο

Σε περίπτωση θρησκευτικού γάμου, παραγγέλλεται η λύση αυτού από τον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, ύστερα από αίτηση του έχοντος έννομο συμφέρον η οποία συνοδεύεται από αντίγραφο της συμβολαιογραφικής πράξης. Η αίτηση με την παραγγελία συνυποβάλλονται στην Ιερά Μητρόπολη στην οποία ανήκει ο ιερός ναός όπου τελέστηκε ο γάμος. Σημειώνεται ότι η πνευματική λύση του γάμου είναι υποχρεωτική προκειμένου να γίνει η δήλωση στο αρμόδιο ληξιαρχείο.

  • Περιουσιακά Θέματα

Κατ’ αρχήν ισχύει η αρχή της περιουσιακής αυτοτέλειας των συζύγων, καθώς ο νόμος προβλέπει ότι ο γάμος δεν μεταβάλλει την περιουσιακή αυτοτέλειά τους. Δεν αποκλείεται όμως, αν ο γάμος λυθεί κατά τα ανωτέρω ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, να ζητήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται δε ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση διάστασης των συζύγων που διάρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια. Στην αύξηση της περιουσίας των συζύγων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν από δωρεά, κληρονομιά ή κληροδοσία ή με διάθεση των αποκτημάτων από αυτές τις αιτίες.

Αν τα μέρη δεν συμφωνούν, τότε καθένα από αυτά μπορεί να ασκήσει την αγωγή αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου μέσα στα επόμενα δύο χρόνια από τη λύση ή την ακύρωση του γάμου, καθώς διαφορετικά, η αξίωση αυτή παραγράφεται. Η αξίωση αυτή δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν έχει αναγνωριστεί συμβατικά ή έχει επιδοθεί αγωγή.

  • Δυνατότητα Διαμεσολάβησης

Η λύση του γάμου, δηλαδή το διαζύγιο είτε με δικαστική απόφαση είτε το συναινετικό δεν υπάγονται σε διαμεσολάβηση και δεν είναι δεκτικά μίας τέτοιας διαδικασίας. Ωστόσο, ορισμένα θέματα που απορρέουν ή συνδέονται με αυτό, υπάγονται πλέον υποχρεωτικά, μετά το Ν. 4640/2019, στη Διαμεσολάβηση.

Πιο συγκεκριμένα, από 15.01.2020 υπάγονται στην υποχρεωτική αρχική συνεδρία οι οικογενειακές διαφορές που αφορούν, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό, τη μείωση ή την αύξηση της συνεισφοράς του καθενός από τους συζύγους για τις ανάγκες της οικογένειας, της διατροφής που οφείλεται λόγω γάμου ή διαζυγίου, τη ρύθμιση της χρήσης της οικογενειακής στέγης και της κατανομής των κινητών μεταξύ συζύγων, την άσκηση της γονικής μέριμνας και την επικοινωνία των γονέων και των λοιπών ανιόντων με τα τέκνα, καθώς και κάθε άλλη περιουσιακού δικαίου διαφορά, που απορρέει από τη σχέση των συζύγων, ή των γονέων και τέκνων (θέματα επιμέλειας, διατροφής, περιουσίας). Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι αν δεν προηγηθεί η διαδικασία της διαμεσολάβησης, η συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον των δικαστηρίων θα θεωρηθεί απαράδεκτη. Σημειώνεται ότι τα παραπάνω δεν ισχύουν σε περίπτωση ασφαλιστικών μέτρων.

Στη διαδικασία της διαμεσολάβησης τα μέρη είναι ελεύθερα να καταλήξουν σε συμφωνία με το περιεχόμενο που επιθυμούν. Αν δεν συμφωνήσουν μπορούν ανά πάσα στιγμή να διακόψουν τη διαμεσολάβηση και να προχωρήσουν σε δικαστική διεκδίκηση. Η διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι εμπιστευτική, πιο οικονομική συγκριτικά προς τη δικαστική οδό και οπωσδήποτε ταχεία και πιο φιλική. Αν τα μέρη καταλήξουν σε συμφωνία αυτό θα είναι προς όφελος τόσο των ίδιων των συζύγων όσο και των παιδιών τους. Σε κάθε περίπτωση με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν επιβάλλεται στα μέρη κάποια απόφαση. Επομένως, οι σύζυγοι μπορούν να είναι βέβαιοι ότι δεν θα καταλήξουν σε οποιοδήποτε αποτέλεσμα με το οποίο δεν συμφωνούν.

______________

Εφόσον επιθυμείτε ή σκέφτεστε να προχωρήσετε στη λύση του γάμου σας με τον σύζυγό σας, τότε θα πρέπει να απευθυνθείτε σε ένα έμπειρο και αξιόπιστο δικηγορικό γραφείο το οποίο θα εξετάσει προσεκτικά τη συγκεκριμένη υπόθεση και θα σας καθοδηγήσει κατάλληλα ώστε να λάβετε τις αποφάσεις που ταιριάζουν καλύτερα στη δική σας περίπτωση. Στην εταιρεία μας, έμπειροι δικηγόροι μπορούν να σας καθοδηγήσουν σε όλα τα στάδια της διαδικασίας με εξειδικευμένες συμβουλές προσαρμοσμένες στις ανάγκες σας.

 

© Copyright 2000 - | PnpLawFirm | All Rights Reserved |