Αντώνης Παπαδημητρόπουλος «Γνωμοδότηση για τη μεταβολή σκοπού κοινωφελούς ιδρύματος»
ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ
Με την από xx.xx.1962 δημόσια διαθήκη της η Μ κατέλιπε το σύνολο της κινητής και ακίνητης περιουσίας της στη θρησκευτική και φιλανθρωπική αδελφότητα «Π». Ταυτόχρονα η Μ όρισε ότι από τα εισοδήματα της ακίνητης περιουσίας της, η οποία αποτελούνταν από ένα ακίνητο, (εφεξής: «το Κληροδότημα») θα έπρεπε «να νυμφεύονται πτωχά κορίτσια» με μέριμνα της αδελφότητας.
Λόγω της παρόδου άνω των 50 ετών από τη σύνταξη της παραπάνω διαθήκης (1962) της Μ και της επελθούσας σημαντικής μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών και αντιλήψεων, ο σκοπός του Κληροδοτήματος (ο γάμος φτωχών κοριτσιών) κατέστη πλέον παρωχημένος και κατά τη γνώμη της διαχειριστικής επιτροπής του Κληροδοτήματος δεν μπορεί να διατηρηθεί ως έχει. Ως εκ τούτου ερωτάται αν είναι νομικά δυνατή η μεταβολή του σκοπού του Κληροδοτήματος ώστε, αντί του γάμου φτωχών κοριτσιών, τα εισοδήματα από το Κληροδότημα να αξιοποιούνται για άλλο σκοπό και συγκεκριμένα προς ενίσχυση των σπουδών φτωχών νέων ανθρώπων από την περιοχή των ΧΧΧΧΧ ανεξαρτήτως φύλου.
Α. Η ανάγκη επαναπροσδιορισμού του σκοπού κοινωφελών κληροδοτημάτων λόγω μεταβολής των συνθηκών
- Στις περιπτώσεις κληροδοτημάτων για κοινωφελείς σκοπούς, η πάροδος του χρόνου μετά τη σύστασή τους καθιστά συχνά αναγκαίο τον επαναπροσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο θα αξιοποιηθεί το ενεργητικό της κοινωφελούς περιουσίας. Πιο χαρακτηριστική είναι η περίπτωση στην οποία η πραγματοποίηση του κοινωφελούς σκοπού καθίσταται πρακτικά απολύτως αδύνατη. Παράδειγμα: καταστρέφεται το μνημείο για τη συντήρηση του οποίου κατέλιπε ο διαθέτης την περιουσία του.
- Ωστόσο, η φυσική αδυναμία πραγματοποίησης του κοινωφελούς σκοπού δεν αποτελεί τη μοναδική περίπτωση στην οποία καθίσταται αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός του. Δεν αποκλείεται η πραγματοποίηση του κοινωφελούς σκοπού να είναι μεν καθαυτή εφικτή, ωστόσο να μην ανταποκρίνεται (πλέον) στην αληθινή θέληση του διαθέτη. Διότι συχνά ο κοινωφελής σκοπός για τον οποίο καταλείφθηκε η περιουσία δεν αποτελεί τον τελικό σκοπό του διαθέτη, αλλά απλώς μέσο για την πραγματοποίηση ενός απώτερου σκοπού, τον οποίο ήθελε να εκπληρώσει ο διαθέτης. Παράδειγμα: Ο διαθέτης καταλείπει περιουσία για τη συντήρηση μιας γέφυρας στον τόπο καταγωγής του. Εδώ ο διαθέτης δεν αποσκοπεί προφανώς στη συντήρηση της γέφυρας καθαυτή, αλλά στην διευκόλυνση της κυκλοφορίας των συντοπιτών του. Αν λοιπόν η εν λόγω γέφυρα παύσει να χρησιμοποιείται λόγω κατασκευής μιας νεώτερης γέφυρας, είναι προφανές ότι, αν και ο κοινωφελής σκοπός, όπως προσδιορίστηκε από τον διαθέτη (η συντήρηση της παλιάς γέφυρας), παραμένει καθαυτόν εφικτός, ο τελικός σκοπός του διαθέτη (η διευκόλυνση της κυκλοφορίας) δεν προωθείται πλέον από τη συντήρηση της παλιάς γέφυρας. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε κανείς να διακρίνει ανάμεσα αφενός σε «άμεσο» ή «εγγύς» (στο παράδειγμα η συντήρηση της παλιάς γέφυρας) και αφετέρου σε «έμμεσο» ή «απώτερο» σκοπό του διαθέτη (στο παράδειγμα η διευκόλυνση της κυκλοφορίας των συντοπιτών του).
- Η προαναφερόμενη διάκριση έχει γενικότερη σημασία στο πλαίσιο της ερμηνείας διατάξεων τελευταίας βούλησης με τις οποίες προσδιορίζεται κάποιος κοινωφελής σκοπός στην εξυπηρέτηση του οποίου αφιερώνεται η καταλειπόμενη περιουσία. Εφόσον ο αναφερόμενος στη διαθήκη κοινωφελής σκοπός δεν είναι ο απώτερος σκοπός του διαθέτη, αλλά απλό μέσο για την επίτευξη ενός απώτερου σκοπού, είναι προφανές ότι η αληθινή βούληση του διαθέτη αναφέρεται έμμεσα και στον απώτερο σκοπό. Ως εκ τούτου, η αναζήτηση της αληθινής βούλησης του διαθέτη, η οποία αποτελεί, όπως γίνεται γενικά δεκτό από θεωρία και νομολογία, αποφασιστικό κριτήριο κατά την ερμηνεία διατάξεων τελευταίας βούλησης (άρθρο 173 ΑΚ)[1], δεν μπορεί να αγνοεί τον απώτερο σκοπό του διαθέτη. Αντιθέτως, ο τελευταίος αυτός απώτερος σκοπός συνιστά ένα κρισιμότατο ερμηνευτικό κριτήριο για τον καθορισμό του κανονιστικού εύρους διατάξεων τελευταίας βούλησης που αναφέρονται στον εγγύς σκοπό.
- Η διάκριση ανάμεσα αφενός σε «άμεσο» ή «εγγύς» και αφετέρου σε «έμμεσο» ή «απώτερο» σκοπό του διαθέτη αποκτά ιδιαίτερη σημασία στις περιπτώσεις στις οποίες η πάροδος του χρόνου καθιστά αναγκαίο τον επαναπροσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο θα αξιοποιηθεί το ενεργητικό της κοινωφελούς περιουσίας. Διότι ενώ ο άμεσος σκοπός του διαθέτη καθίσταται με την πάροδο του χρόνου συχνά ανέφικτος, άνευ αντικειμένου ή απλώς ξεπερασμένος, ο απώτερος σκοπός του διαθέτη είναι συνήθως πολύ πιο ανθεκτικός όσον αφορά τη δυνατότητα ή τη σημασία της πραγμάτωσής του. Στο παράδειγμα της γέφυρας, η μεταβολή των συγκεκριμένων μέσων και τρόπων συγκοινωνίας που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι σε έναν ορισμένο τόπο είναι συνήθης· αντίθετα, η ανάγκη επαρκούς, ασφαλούς και ταχείας συγκοινωνίας διατηρείται στην ουσία αμετάβλητη στον χρόνο.
Β. Η συμπληρωτική ερμηνεία κοινωφελών διατάξεων τελευταίας βούλησης
- Η όποια συζήτηση περί επαναπροσδιορισμού του κοινωφελούς σκοπού που επιδιώκεται με ένα κληροδότημα λόγω μεταβολής των υφιστάμενων συνθηκών έχει νόημα μόνο εφόσον ο ίδιος διαθέτης είτε δεν έχει προσδιορίσει με ποιον τρόπο θα λαμβάνονται υπόψη οι κρίσιμες μεταβολές είτε δεν έχει αποκλείσει τον επαναπροσδιορισμό του σκοπού για τις μεταβολές αυτές. Διότι, στο μέτρο τουλάχιστον που ο κοινωφελής σκοπός παραμένει καθαυτόν εφικτός, η ρητά εκπεφρασμένη βούληση του διαθέτη σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να κάμπτεται χάριν άλλων αξιολογήσεων (βλ. προπάντων άρθρο 109 Σ, αλλά και άρθρο 173 ΑΚ).
- Συνήθως όμως η μεταβολή των συνθηκών που καθιστά αναγκαίο τον επαναπροσδιορισμό του κοινωφελούς σκοπού δεν θα έχει προβλεφθεί από τον διαθέτη. Έτσι, ο διαθέτης δεν θα έχει μεν αποκλείσει τον επαναπροσδιορισμό αυτόν ούτε όμως έχει θα καθορίσει υπό ποιες προϋποθέσεις και με ποιον τρόπο θα γίνει. Ενόψει της διαπίστωσης αυτής, ο επαναπροσδιορισμός του κοινωφελούς σκοπού δεν μπορεί, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, να αναμένεται στη βάση εξηγητικής ερμηνείας της διαθήκης, στη βάση δηλαδή αναζήτησης της αληθινής βούλησης του διαθέτη όπως αυτή πράγματι εκφράστηκε (αν και ασαφώς) στην οικεία διαθήκη (άρθρο 173 ΑΚ). Με άλλα λόγια, ελλείψει πρόβλεψης στην ίδια τη διαθήκη ως προς την επελθούσα μεταβολή, δεν υπάρχει εκπεφρασμένη βούληση η οποία θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως προς το ακριβές περιεχόμενό της.
- Συνήθως λοιπόν ο επαναπροσδιορισμός του κοινωφελούς σκοπού θα μπορεί πρακτικά να αναμένεται μόνο στη βάση συμπληρωτικής ερμηνείας της διαθήκης. Στο πλαίσιο της συμπληρωτικής ερμηνείας αναζητείται όχι η βούληση που πράγματι εξέφρασε ο διαθέτης, αλλά η υποθετική βούληση του διαθέτη, η βούληση δηλαδή που θα είχε εκφράσει ως προς το κρίσιμο σημείο αν είχε λάβει υπόψη του την έκτοτε επελθούσα μεταβολή των συνθηκών. Η συμπληρωτική ερμηνεία των δικαιοπραξιών (αλλά και των διαθηκών ειδικότερα) αποτελεί γενικά αναγνωρισμένο, από τη νομολογία και τη θεωρία, μεθοδολογικό εργαλείο[2].
- Κατεξοχήν αποφασιστικό κριτήριο για τη συμπληρωτική ερμηνεία διατάξεων τελευταίας βούλησης αποτελεί ο σκοπός του διαθέτη[3]. Ο σκοπός αυτός δεν απαιτείται μεν να διατυπώνεται ρητά και ευθέως στην ίδια τη διαθήκη, πράγμα άλλωστε μάλλον σπάνιο στην πράξη. Θα πρέπει όμως οπωσδήποτε, προκειμένου να μην καταστρατηγούνται οι διατάξεις για τον τύπο διαθηκών, να συνάγεται από τις ρυθμίσεις που διέλαβε ο διαθέτης στη διαθήκη του[4]. Αυτό θα συμβαίνει συνήθως όταν ο διαθέτης προέβη σε μια διάταξη τελευταίας βούλησης (π.χ. κληροδοσία) αποσκοπώντας στην εκπλήρωση ενός σκοπού. Στην περίπτωση αυτή, η ρητή διάταξη τελευταίας βούλησης αποτελεί τη σημαντικότερη ένδειξη για τη διαπίστωση του σκοπού του διαθέτη, δεδομένου ότι συνιστά ακριβώς το μέσο που επέλεξε ο διαθέτης για την εκπλήρωσή του. Αντίθετα, δεν θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη σκοποί του διαθέτη οι οποίοι όχι μόνο δεν αποτυπώθηκαν στη διαθήκη, αλλά και δεν σχετίζονται (κυρίως δεν επιδιώκεται η εκπλήρωσή τους) με οποιαδήποτε διάταξη της εν λόγω διαθήκης[5].
- Στις πρακτικά σημαντικές περιπτώσεις κρίσιμος για τη συμπληρωτική ερμηνεία θα είναι όχι τόσο ο εγγύς σκοπός του διαθέτη, αλλά μάλλον ο απώτερος σκοπός που επιδιώκει με την εξεταζόμενη διάταξη τελευταίας βούλησης. Διότι η εκπλήρωση του εγγύς σκοπού της κοινωφελούς διάταξης, ο οποίος και θα έχει διατυπωθεί συνήθως ρητά στη διαθήκη, είναι κατά κανόνα εκείνη ακριβώς που δεν ανταποκρίνεται στις νέες συνθήκες που προέκυψαν μετά τον θάνατο του διαθέτη. Κατά συνέπεια ο εγγύς σκοπός του διαθέτη δεν θα βοηθά πραγματικά στο ζήτημα της προσαρμογής της κρίσιμης διάταξης στις νέες συνθήκες αφού δεν θα αποκαλύπτει καθαυτόν κάτι ιδιαίτερο για την αναφερόμενη στις εν λόγω συνθήκες υποθετική βούληση του διαθέτη.
- Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε, ο απώτερος σκοπός του διαθέτη, θα παραμένει συνήθως εφικτός και επίκαιρος παρά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από τον θάνατο του διαθέτη. Ακριβώς για τον λόγο αυτό θα μπορεί να συντελέσει ουσιωδώς στην εξεύρεση της αναγκαίας για την προσαρμογή της κοινωφελούς διάταξης υποθετικής βούλησης του διαθέτη. Έτσι, τελικά η αποφασιστική λειτουργία του εγγύς σκοπού έγκειται, όσον αφορά την προσαρμογή κοινωφελών διατάξεων σε νέες συνθήκες, κυρίως στην ανάδειξη του πραγματικά κρίσιμου για την εξεύρεση της υποθετικής βούλησης του διαθέτη απώτερου σκοπού του τελευταίου.
- Ειδικά όσον αφορά διατάξεις τελευταίας βούλησης που αποσκοπούν στην εκπλήρωση κοινωφελών σκοπών, η συμπληρωτική ερμηνεία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και την αυτονόητη επιδίωξη του διαθέτη να εξυπηρετείται ο κοινωφελής σκοπός κατά το δυνατόν εις το διηνεκές ή πάντως ικανό χρονικό διάστημα μετά τον θάνατό του. Κατά τούτο, το αντικειμενικό δεδομένο που επισημάνθηκε παραπάνω, ότι δηλαδή όταν πρόκειται για κοινωφελείς σκοπούς οι μεταβολές των συνθηκών αποκτούν μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι σε άλλες διατάξεις τελευταίας βούλησης, καθίσταται και υποκειμενικό: Είναι προφανές ότι τελικά η προσαρμογή του κοινωφελούς σκοπού στις μεταβαλλόμενες νέες συνθήκες ανταποκρίνεται στην υποθετική βούληση του διαθέτη, σ’ αυτό δηλαδή που θα διελάμβανε ο ίδιος ο διαθέτης αν μπορούσε να προβλέψει τις επερχόμενες μεταβολές. Διότι προφανώς ο διαθέτης επιθυμεί η κληροδοσία στην οποία προβαίνει να παραμένει πραγματικά κοινωφελής, σύμφωνα πάντα με τις ειδικότερες επιθυμίες του, παρά τη μεσολάβηση ικανού χρονικού διαστήματος μετά τον θάνατό του.
Γ. Η συμπληρωτική ερμηνεία κοινωφελών διατάξεων τελευταίας βούλησης και η ιδιωτική αυτονομία του διαθέτη
- Η συμπληρωτική ερμηνεία της διαθήκης (όπως και κάθε άλλης δικαιοπραξίας) όχι μόνο δεν αντιστρατεύεται την ιδιωτική αυτονομία του διαθέτη, αλλά αντιθέτως θεμελιώνεται σ’ αυτήν: Η συμπληρωτική ερμηνεία δικαιολογείται και επιτρέπεται αποκλειστικά αν και εφόσον το αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγει ο ερμηνευτής ανταποκρίνεται σ’ αυτό που θα όριζε ο ίδιος ο διαθέτης αν προέβλεπε και ρύθμιζε το κρίσιμο ζήτημα (εδώ τη μεταβολή των συνθηκών)[6]. Χωρίς την θεμελίωση αυτή, το αποτέλεσμα της συμπληρωτικής ερμηνείας δεν θα ήταν συμβατό με την ιδιωτική αυτονομία του διαθέτη και θα συνιστούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση στην (συνταγματικά κατοχυρωμένη) ελευθερία του διατιθέναι, ιδίως μάλιστα όταν αφορά κοινωφελείς σκοπούς (άρθρο 109 Σ).
- Υπό το πρίσμα αυτό, εφόσον η προσαρμογή του κοινωφελούς σκοπού που επιδιώκεται με μια διάταξη τελευταίας βούλησης θεμελιώνεται επαρκώς σε συμπληρωτική ερμηνεία, δεν τίθεται καν θέμα επέμβασης στην ιδιωτική αυτονομία του διαθέτη, αφού στην ουσία με τη συμπληρωτική ερμηνεία πραγματώνεται τελικά η ίδια η ιδιωτική αυτονομία του διαθέτη.
- Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να γίνει κατανοητή και η συνταγματική (άρθρο 109 Σ) και νομοθετική (άρθρο 10 ν. 4182/2013[7]) ρύθμιση για την προσαρμογή διατάξεων τελευταίας βούλησης που επιδιώκουν την εκπλήρωση κοινωφελών σκοπών: Στην πραγματικότητα αποδίδουν ρητά τη συνήθη υποθετική βούληση όσων προβαίνουν σε διατάξεις τελευταίας βούλησης για κοινωφελείς σκοπούς: Η προσαρμογή του σκοπού όταν «[…] η θέληση του διαθέτη […] δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, για οποιονδήποτε λόγο, καθόλου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος που περιεχομένου της, καθώς και αν μπορεί να ικανοποιηθεί πληρέστερα με τη μεταβολή της εκμετάλλευσης […]» (άρθρο 109 § 2 Σ) ανταποκρίνεται, στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, ακριβώς στην (υποθετική) βούληση του ίδιου του διαθέτη.
- Κατά τούτο, η πρόβλεψη του άρθρου 109 § 2 Σ δεν συνιστά πραγματικά εξαίρεση από την προστασία που παρέχει το άρθρο 109 § 1 Σ, αφού με την πρόβλεψη της § 2 πραγματώνεται τελικά η προστασία της § 1. Αντιστοίχως, οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν εισάγουν πραγματικά νέο δίκαιο, αλλά εξειδικεύουν στην ουσία τις γενικές αρχές που γίνονται δεκτές όσον αφορά τη (συμπληρωτική εν προκειμένω) ερμηνεία των διατάξεων τελευταίας βούλησης (πρβλ. άρθρα 173 και 1783 εδ. β’ ΑΚ).
Δ. Συμπληρωτική ερμηνεία της διαθήκης της Μ – Επαναπροσδιορισμός του σκοπού του Κληροδοτήματος
- Εφαρμόζοντας τις παραπάνω αρχές ειδικά στη διάταξη τελευταίας βούλησης με την οποία η Μ συνέστησε το Κληροδότημα καταρχάς διαπιστώνει κανείς ότι η Μ δεν απαγόρευσε με τη διαθήκη της την αναπροσαρμογή του σκοπού του Κληροδοτήματος. Ομοίως δεν προέβλεψε αν, με ποιον ακριβώς τρόπο και προς ποια κατεύθυνση θα γίνει τυχόν αναπροσαρμογή του κοινωφελούς σκοπού που καθόρισε με τη διαθήκη της ότι θα εξυπηρετεί το Κληροδότημα. Ως εκ τούτου, το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα, αν δηλαδή επιτρέπεται, κατ’ αναπροσαρμογή του σκοπού του Κληροδοτήματος, να αξιοποιούνται τα εισοδήματα από αυτό προκειμένου να σπουδάζουν φτωχοί νέοι άνθρωποι από την περιοχή των ΧΧΧΧΧ ανεξαρτήτως φύλου, αφέθηκε στη διαθήκη της Μ ανοιχτό. Κατά συνέπεια χωρεί συμπληρωτική ερμηνεία της οικείας διάταξης τελευταίας βούλησης ώστε να διαπιστωθεί αν η εν λόγω αναπροσαρμογή καλύπτεται από την υποθετική βούληση της Μ.
- Περαιτέρω, ο (εγγύς) σκοπός προς εξυπηρέτηση του οποίου ρητά συστάθηκε το Κληροδότημα, η ενίσχυση δηλαδή του γάμου φτωχών κοριτσιών, παραμένει καθαυτόν εφικτός, καθώς δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομική ή φυσική αδυναμία για την εκπλήρωσή του από τα εισοδήματα του Κληροδοτήματος. Κατά συνέπεια, η συμπληρωτική ερμηνεία της διαθήκης της Μ δεν θα μπορούσε να θεμελιωθεί στην αδυναμία εκπλήρωσης του σκοπού αυτού. Αντίθετα, οποιαδήποτε προσπάθεια συμπληρωτικής ερμηνείας πρέπει να επικεντρωθεί στη μεταβολή των κοινωνικών, νομικών και οικονομικών συνθηκών και κυρίως των αντιλήψεων που επήλθε μετά τη σύνταξη της διαθήκης της Μ.
Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και επικρατούσες αντιλήψεις κατά τον χρόνο σύνταξης της ερμηνευόμενης διαθήκης
- Η διαθήκη της Μ συντάχθηκε το 1962, πριν από 52 χρόνια. Την εποχή εκείνη ήταν γενικά αποδεκτό ότι η οικονομική και κοινωνική αποκατάσταση των φτωχών κοριτσιών αναγκαστικά συνδεόταν με έναν «καλό γάμο». Ενδεχομένως κάποιες από τις κόρες αστικών ή μεγαλοαστικών οικογενειών μπορούσαν να ελπίζουν σε κάποια κοινωνική και οικονομική αποκατάσταση άλλου τύπου μέσω πανεπιστημιακών σπουδών και επιτυχημένης επαγγελματικής σταδιοδρομίας. Ωστόσο, μια τέτοια προοπτική μάλλον αποκλειόταν για τη συντριπτική πλειονότητα των φτωχών κοριτσιών, ιδίως των φτωχών κοριτσιών της επαρχίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο όρος «αποκατάσταση» μιας γυναίκας χρησιμοποιούνταν ως συνώνυμο του γάμου της.
- Επιπλέον, την εποχή εκείνη ένας καλός γάμος θα ήταν κατά κανόνα πρακτικά εφικτός μόνο εφόσον η μελλόνυμφη διέθετε κάποια προίκα, η οποία μάλιστα αποτελούσε νομοθετικά αναγνωρισμένο και αναλυτικά ρυθμισμένο θεσμό (βλ. άρθρα 1406 επ του τότε ισχύοντος ΑΚ). Ως εκ τούτου, για ένα φτωχό κορίτσι της επαρχίας την εποχή εκείνη μια οικονομική ενίσχυση ενόψει και με σκοπό τον γάμο αποτελούσε, αν μη τι άλλο, ένα σημαντικό κομμάτι των εφοδίων του για τη ζωή. Η προίκα αυτή θα αποτελούσε την περιουσιακή συνεισφορά της γυναίκας στις οικονομικές ανάγκες της οικογένειας. Μάλιστα, δεδομένου ότι για πολλές παντρεμένες γυναίκες την εποχή εκείνη δεν αναμενόταν να εργάζονται εκτός σπιτιού, η προίκα αποτελούσε ουσιαστικά τη μοναδική περιουσιακή συνεισφορά της γυναίκας στην οικογένεια.
- Έτσι, από τη στιγμή που θα παντρευόταν μια γυναίκα, μπορούσε να αναμένει ότι η ζωή της θα εξασφαλιζόταν πλέον αποκλειστικά μέσω της εργασίας του συζύγου της σε συνδυασμό και με τα όποια τυχόν περιουσιακά ωφελήματα από την προίκα της. Δεν είναι τυχαίο ότι βασική μέριμνα των αντρών προτού παντρευτούν ήταν να φροντίσουν να έχουν ήδη παντρευτεί οι αδερφές τους. Μόνο από τη στιγμή που θα γινόταν αυτό οι ίδιοι θα μπορούσαν απερίσπαστοι πλέον να προχωρήσουν στη δημιουργία της δικής τους οικογένεια. Αντίστοιχα, η γυναίκα από την πλευρά της θα μπορούσε μετά τον γάμο να αρκεστεί χωρίς ιδιαίτερες ανησυχίες στη φροντίδα των παιδιών, του συζύγου και του σπιτιού.
- Τα πράγματα για τους άντρες ήταν αρκετά διαφορετικά. Ακόμη και ένας φτωχός νέος άντρας μπορούσε να ελπίζει ότι θα μπορούσε να αποκατασταθεί στο μέλλον οικονομικά και κοινωνικά από την εργασία του, η οποία, έστω και χειρονακτική, θα εξασφάλιζε κατά βάση τα προς το ζην του ίδιου και της οικογένειάς του. Προς τον σκοπό αυτόν δεν θα απαιτούνταν μάλιστα επιπροσθέτως και κάποιου είδους οικονομική ενίσχυση του νέου άντρα, λ.χ. για πανεπιστημιακές σπουδές ή άλλου είδους εκπαίδευση: Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αλλά και τις οικονομικές συνθήκες της εποχής μπορούσε εύλογα να αναμένεται ότι μια κάποια θέση εργασίας, έστω χειρονακτική, θα μπορούσε να ευρεθεί κατά βάση για οποιονδήποτε, ανεξάρτητα από την κατάρτιση ή το μορφωτικό του επίπεδο.
- Σε αντίθεση επίσης προς τις γυναίκες, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής, ένας νέος άντρας θα μπορούσε να προσδοκά ότι θα παντρευτεί μια σύζυγο με κάποια μικρότερη ή μεγαλύτερη προίκα, ενώ η ίδια η σύζυγος κατά κανόνα δεν θα χρειαζόταν να εργάζεται εκτός σπιτιού. Ήδη με βάση το οικογενειακό δίκαιο της εποχής, ο «ανήρ φέρει τα βάρη του γάμου» (άρθρο 1398 του τότε ισχύοντος ΑΚ). Μόνο αν ο σύζυγος δεν μπορούσε να επαρκέσει στα βάρη του γάμου είχε υποχρέωση η σύζυγος να συνεισφέρει σ’ αυτά από την περιουσία και τους πόρους της (άρθρο 1399 § 1 του τότε ισχύοντος ΑΚ). Για τον άντρα λοιπόν ο γάμος δεν συνιστούσε κάποιας μορφής οικονομική εξασφάλιση, αλλά αντίθετα επαύξανε τις υποχρεώσεις του. Ο γάμος δεν θεωρούνταν για τους άντρες αποκατάσταση όπως θεωρούνταν για τις γυναίκες, τουλάχιστον όχι με την έννοια της οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης.
Ο απώτερος σκοπός της Μ
- Υπό το πρίσμα των προαναφερόμενων καθίσταται ευχερέστερος ο εντοπισμός του απώτερου σκοπού που επιδίωξε με τη διαθήκη της η Μ. Ενώ ο εγγύς σκοπός της Μ έγκειτο στον γάμο και συγκεκριμένα στον γάμο φτωχών κοριτσιών, ο απώτερος σκοπός της δεν υπέκειτο στους δύο αυτούς περιορισμούς, γάμος και γυναικείο φύλο.
- Όσον αφορά τον γάμο μπορεί, ενόψει των συνθηκών και των αντιλήψεων της εποχής, να θεωρηθεί ότι δεν αποτελούσε για την Μ αυτοσκοπό, αλλά μόνο το μέσο για έναν ευρύτερο σκοπό: Στην πραγματικότητα με τον γάμο επιδίωκε την κοινωνική και οικονομική αποκατάσταση των ωφελούμενων από το Κληροδότημα κοριτσιών.
- Ομοίως, ο περιορισμός της οικονομικής ενίσχυσης που θα καθίστατο εφικτή από το Κληροδότημα σε φτωχά κορίτσια δεν οφειλόταν προφανώς σε κάποια ιδιαίτερη προτίμηση της Μ στο γυναικείο φύλο, αλλά θεμελιωνόταν στην αντίληψη ότι η οικονομική και κοινωνική αποκατάσταση μέσω κάποιας οικονομικής ενίσχυσης μπορούσε να αφορά μόνο φτωχά κορίτσια. Αντίθετα, οι άποροι νέοι άντρες δεν χρειάζονταν τέτοια ενίσχυση για να κατορθώσουν να έχουν μια ικανοποιητική ζωή, αφού αρκούσε η φιλοπονία τους για μια εργασία που θα προσέφερε τα προς το ζην, για τους ίδιους και τις οικογένειές τους. Άλλωστε, καθαυτή η παροχή οικονομικής ενίσχυσης με σκοπό τον γάμο δεν μπορούσε παρά να αφορά τις νέες γυναίκες, από τις οποίες και μόνο αναμένονταν να έχουν κάποια μικρότερη ή μεγαλύτερη προίκα προκειμένου να μπορέσουν να παντρευτούν.
- Ενόψει των παραπάνω ο απώτερος σκοπός της Μ πρέπει να αναζητηθεί στην, μέσω των εσόδων από το Κληροδότημα, οικονομική και κοινωνική ανέλιξη νέων ανθρώπων (και όχι μόνο νέων γυναικών). Ο σκοπός όμως αυτός δεν θα μπορούσε πλέον να επιτευχθεί πραγματικά εάν ενέμενε κανείς (προσκολλημένος στο γράμμα της εξεταζόμενης διαθήκης) στον γάμο ως το μοναδικό μέσο για την επίτευξή του. Το συμπέρασμα αυτό θεμελιώνεται σε δύο κατά βάση σκέψεις.
- Αφενός, υπό τις σημερινές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και επικρατούσες αντιλήψεις ο γάμος δεν αποτελεί πραγματικά εχέγγυο οικονομικής και κοινωνικής αποκατάστασης ή ανέλιξης νέων ανθρώπων γενικά ή νέων γυναικών ειδικότερα. Διότι ο γάμος πλέον αντιμετωπίζεται πολύ περισσότερο ως πεδίο προσωπικής ευτυχίας και ολοκλήρωσης παρά ως μέσο οικονομικής εξασφάλισης και κοινωνικής αποδοχής. Στην πραγματικότητα άλλωστε στην πλειονότητα των περιπτώσεων ο γάμος όχι μόνο δεν αποτρέπει κανέναν από τους δύο συζύγους να εργάζονται για να συνεισφέρουν στις ανάγκες της οικογένειας όπως παλιότερα, αλλά και συχνά δεν επιτρέπει καν την αποχή από την εργασία κανενός από τους συζύγους δεδομένων των αυξημένων αναγκών που γεννά η δημιουργία οικογένειας.
- Αφετέρου, η οικονομική ενίσχυση κάποιου νέου ανθρώπου (ή ειδικά μιας νέας γυναίκας) δεν συνδέεται πλέον με τη σύναψη ενός επιτυχημένου γάμου, αφού η παροχή κάποιας μικρότερης ή μεγαλύτερης προίκας δεν βελτιώνει πραγματικά τις προοπτικές προσωπικής ευτυχίας μέσω ενός γάμου. Είναι ευνόητο ότι λίγοι μόνο γάμοι καταρτίζονται σήμερα στη βάση υπολογισμών για την περιουσία που συνεισφέρει ο ένας από τους δύο συζύγους. Ακόμη συνεπώς κι αν ενέμενε κανείς στη θέση ότι το Κληροδότημα θα πρέπει να συνεχίζει να παρέχει οικονομική ενίσχυση με σκοπό τον γάμο, στην πραγματικότητα ελάχιστα θα μπορούσε να συνεισφέρει προς τον σκοπό της σύναψης ενός «καλού γάμου». Κατά τούτο, η βούληση της Μ θα παρέμενε στην ουσία της ανεκτέλεστη.
- Το τελευταίο αυτό συμπέρασμα ενισχύεται από τη διαπίστωση ότι τα εισοδήματα από το Κληροδότημα εκ των πραγμάτων δεν είναι τέτοιου ύψους που να επιτρέπουν μια προικοδοσία τόσο μεγάλη η οποία θα βελτίωνε ουσιωδώς τις προοπτικές του ωφελούμενου από αυτήν για έναν επιτυχημένο γάμο.
- Τέλος, ακόμη κι αν σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούσε να αναμένει κανείς ότι η προικοδοσία από τα εισοδήματα του Κληροδοτήματος θα μπορούσε να ενισχύσει την προοπτική ενός «καλού» γάμου, είναι πολύ αμφίβολο αν ένας τέτοιος γάμος θα συντελούσε πραγματικά στην ευτυχία του ωφελούμενου από την προικοδοσία: Είναι πολύ αμφίβολο αν μπορεί να θεωρηθεί κατ’ ουσίαν «καλός» ένας γάμος που γίνεται με γνώμονα το περιουσιακό συμφέρον του συζύγου από την προίκα της μελλόνυμφης. Τα πράγματα ήσαν διαφορετικά στο σημείο αυτό την εποχή που συντάχθηκε η διαθήκη της Μ, καθώς, όπως προαναφέρθηκε, η προικοδοσία (και οι επ’ αυτής υπολογισμοί) αποτελούσε συνήθη πρακτική στο πλαίσιο της σύναψης γάμων. Σήμερα όμως η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων για την προίκα της μελλόνυμφης μάλλον ένδειξη ενός μελλοντικά κακού (δυστυχισμένου) γάμου αποτελεί. Είναι προφανές ότι η ενίσχυση γάμων από συμφέρον προς βλάβη της προσωπικής ευτυχίας των ωφελούμενων από το Κληροδότημα γυναικών δεν ανταποκρίνεται σε όσα είχε υπόψη της η Μ όταν συνέτασσε τη διαθήκη της.
Η επίτευξη του απώτερου σκοπού της Μ
- Αν θέσει κανείς ως βάση για την αναζήτηση της υποθετικής βούλησης της Μ τον απώτερο σκοπό της όπως προσδιορίστηκε παραπάνω, ως συμβολή δηλαδή στην οικονομική και κοινωνική ανέλιξη νέων ανθρώπων (και όχι μόνο νέων γυναικών), τότε είναι προφανές ότι ο σκοπός αυτός δεν θα μπορούσε να εκπληρωθεί με την παροχή οικονομικής ενίσχυσης σε φτωχά κορίτσια με σκοπό τη σύναψη γάμου. Κατά τούτο μπορεί μάλιστα να θεωρηθεί ότι οι διατάξεις των άρθρων 109 § 2 Σ[8] και 10 § 3 ν. 4182/2013[9] περί επαναπροσδιορισμού του τρόπου αξιοποίησης της κοινωφελούς περιουσίας βρίσκουν ευθεία εφαρμογή εν προκειμένω αφού ο απώτερος σκοπός του Μ δεν είναι πλέον εφικτός στην ουσία του και επομένως η αληθής (υποθετική) βούληση του διαθέτη δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί.
- Το περαιτέρω ερώτημα που θέτει η διαπίστωση αυτή είναι με ποιον τρόπο θα μπορούσε να εκπληρωθεί ο προαναφερόμενος (απώτερος) σκοπός της Μ. Η πλέον προσήκουσα απάντηση στο ερώτημα αυτό έγκειται στην οικονομική ενίσχυση νέων ανθρώπων με σκοπό τη διευκόλυνση των ακαδημαϊκών ή επαγγελματικών σπουδών τους. Διότι υπό τις σημερινές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες η πραγματοποίηση ακαδημαϊκών ή επαγγελματικών σπουδών αποτελεί πρακτικά το ισχυρότερο θεμέλιο για την οικονομική και κοινωνική αποκατάσταση με τον ίδιο τρόπο που κατά τον χρόνο σύνταξης της εξεταζόμενης διαθήκης ο γάμος αποτελούσε για τα φτωχά κορίτσια την ασφαλέστερη οδό οικονομικής και κοινωνικής αποκατάστασης.
- Βεβαίως, ποτέ δεν διασφαλίζουν απολύτως οι σπουδές οικονομική και κοινωνική ανέλιξη· συνιστούν όμως οπωσδήποτε το συγκριτικά καλύτερο εφόδιο προς τον σκοπό αυτόν. Έτσι, εφόσον κάποιος θέλει να ενισχύσει την προοπτική μιας τέτοιας οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης παρέχοντας κάποιο οικονομικό βοήθημα δεν έχει σήμερα πρακτικά άλλο τρόπο για να το επιτύχει παρά μόνο παρέχοντας το εν λόγω βοήθημα προς διευκόλυνση των ακαδημαϊκών ή επαγγελματικών σπουδών των ωφελούμενων. Και αντίστροφα, οι προοπτικές οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης είναι λιγότερο ευνοϊκές όταν δεν είναι δυνατή η πραγματοποίηση ακαδημαϊκών ή επαγγελματικών σπουδών.
- Παρόμοιο ρόλο διαδραμάτιζε ο γάμος την εποχή κατά την οποία συντάχθηκε η εξεταζόμενη διαθήκη. Πράγματι, την εποχή εκείνη, εφόσον κάποιος ήθελε να ενισχύσει την προοπτική οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης νέων ανθρώπων μέσω της χορήγησης κάποιου οικονομικού βοηθήματος, ένας από τους απλούστερους τρόπους για να το επιτύχει ήταν να ορίσει ως σκοπό του βοηθήματος την προικοδοσία της ωφελούμενης γυναίκας.
- Ενόψει των παραπάνω φαίνεται απολύτως εύλογο να δεχτεί κανείς ότι η υποθετική βούληση της Μ απαιτεί τον επαναπροσδιορισμό του τρόπου αξιοποίησης των εισοδημάτων από το Κληροδότημα με σκοπό την οικονομική ενίσχυση νέων ανθρώπων προς διευκόλυνση των ακαδημαϊκών ή επαγγελματικών σπουδών τους. Ειδικότερα μπορεί βασίμως να υποτεθεί ότι, αν η Μ μπορούσε να προβλέψει, κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης της, τη μεταβολή των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που έχει επέλθει εν τω μεταξύ και ιδίως τη μεταβολή του ρόλου του γάμου στη ζωή των γυναικών, δεν θα ενέμενε στην αξιοποίηση των εισοδημάτων από την περιουσία της μέσω της προικοδότησης νέων κοριτσιών, αλλά θα αναζητούσε το σύγχρονο και κατά το δυνατόν πληρέστερο υποκατάστατο του γάμου ως μέσου οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης φτωχών ανθρώπων. Το υποκατάστατο αυτό έγκειται, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, στην πραγματοποίηση ακαδημαϊκών ή επαγγελματικών σπουδών από νέους ανθρώπους. Αντίστοιχα, η βούληση της Μ θα κατευθυνόταν στην οικονομική ενίσχυση νέων ανθρώπων προς διευκόλυνσή τους στην πραγματοποίηση τέτοιων σπουδών και μάλιστα ανεξαρτήτως φύλου.
- Ειδικά ως προς το τελευταίο δύσκολα θα μπορούσε να γίνει δεκτό ότι, αν η Μ γνώριζε την πρόοδο (νομοθετική και κοινωνική) που έχει επιτευχθεί όσον αφορά την ισότητα των δύο φύλων, θα ενέμενε στην ενίσχυση μόνο νεαρών γυναικών από τα εισοδήματα της περιουσίας της. Διότι, αν κατά την εποχή που συνέτασσε τη διαθήκη της, φαινόταν αναγκαία η υποστήριξη των γυναικών με σκοπό την οικονομική και κοινωνική αποκατάστασή τους λόγω της μειονεκτικής θέσης τους στην κοινωνία, σήμερα αμφότερα τα φύλα έχουν εξίσου ανάγκη σχετικής υποστήριξης. Υπό το πρίσμα αυτό δύσκολα θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι η Μ, στο μέτρο που απέδειξε τη φιλανθρωπία της μέσω της κοινωφελούς διαθήκης της, θα αδιαφορούσε για την εξίσου ισχυρή ανάγκη των νέων άντρων για υποστήριξη των προσπαθειών τους προς οικονομική και κοινωνική ανέλιξη και θα ενέμενε στην ενίσχυση μόνο νεαρών γυναικών.
- Αντίθετα, όσον αφορά τη σύνδεση της Μ με την ιδιαίτερη πατρίδα της (τον νομό ΧΧΧΧΧ) δεν φαίνεται να υπάρχουν στοιχεία που να ενδεικνύουν ότι η Μ θα εξέφραζε μια διαφορετική βούληση όσον αφορά την αξιοποίηση των εισοδημάτων από το κληροδότημα που κατέλιπε αν γνώριζε, κατά τον χρόνο σύνταξης της διαθήκης της, τις κοινωνικοοικονομικές μεταβολές που επρόκειτο να επέλθουν έκτοτε. Συνεπώς, δεν διαφαίνεται δυνατή η αναπροσαρμογή του τρόπου αξιοποίησης του Κληροδοτήματος στη βάση συμπληρωτικής ερμηνείας της εξεταζόμενης διάταξης τελευταίας βούλησης στο μέτρο που αφορά την οικονομική ενίσχυση νέων ανθρώπων με καταγωγή από τον νομό ΧΧΧΧΧ, την ιδιαίτερη πατρίδα της.
Ε. Συμπερασματικά
- Είναι επιβεβλημένη συμπληρωτική ερμηνεία της διαθήκης της Μ ως προς τη διάταξη με την οποία καθορίζει τον τρόπο αξιοποίησης των εισοδημάτων της ακίνητης περιουσίας της που κατέλιπε στην αδελφότητα. Συγκεκριμένα επιβάλλεται να προσαρμοστεί ο τρόπος αξιοποίησης των εισοδημάτων αυτών προκειμένου να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και επικρατούσες αντιλήψεις τις οποίες δεν θα μπορούσε να έχει υπόψη της η Μ όταν συνέτασσε τη διαθήκη της, σύμφωνα με την υποθετική της βούληση. Η προσαρμογή αυτή πρέπει να γίνει προς την κατεύθυνση της οικονομικής ενίσχυσης φτωχών νέων ανθρώπων ανεξαρτήτως φύλου με καταγωγή από τον νομό ΧΧΧΧΧ με σκοπό τη στήριξή τους κατά την πραγματοποίηση ακαδημαϊκών ή επαγγελματικών σπουδών.
[1] Βλ. ενδεικτικά Μεντή, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ Ι, άρθρ. 200 αρ. 36 επ καθώς και Κοτζάμπαση, σε Γεωργιάδη ΣΕΑΚ ΙΙ, Εισαγ. άρθρ. 1781-1812 αρ. 47 επ, αμφότεροι με περαιτέρω παραπομπές. Το ζήτημα της εφαρμογής του άρθρου 200 ΑΚ είναι στην πραγματικότητα μάλλον θεωρητικό και ουδέποτε επιτρέπει αντίθεση προς την αληθή βούληση του διαθέτη. Οπωσδήποτε η νομολογία δέχεται απαρέγκλιτα την αποκλειστική εφαρμογή του άρθρου 173 ΑΚ στις διαθήκες – βλ. και Μεντή, ό.π., αρ. 36.
[2] Βλ. αναλυτικά Παπαδημητρόπουλο, Η συμπληρωτική ερμηνεία των δικαιοπραξιών, 2009, αρ. 38 επ. Ειδικά για τη συμπληρωτική ερμηνεία διαθηκών λόγω μεταβολής των συνθηκών μετά τη σύνταξη της διαθήκης βλ. από τη νομολογία ενδεικτικά ΑΠ 1561/2005, ΝοΒ 2005, 402· ΑΠ 1636/2000, ΤΝΠ ΔΣΑ· ΑΠ 103/1994, ΕΕΝ 1995, 58.
[3] Βλ. ενδεικτικά Κοτζάμπαση, ό.π., αρ. 51 επ με περαιτέρω παραπομπές.
[4] Ειδικά για το ζήτημα του τύπου εν αναφορά προς τη συμπληρωτική ερμηνεία διαθηκών βλ. αναλυτικά Παπαδημητρόπουλο, ό.π., αρ. 636 επ.
[5] Βλ. αναλυτικά Παπαδημητρόπουλο, ό.π., αρ. 644 επ.
[6] Βλ. αναλυτικά Παπαδημητρόπουλο, ό.π., αρ. 192 επ.
[7] Οι διατάξεις του ν. 4182/2013 εφαρμόζονται εν προκειμένω, παρότι το Κληροδότημα συστάθηκε πριν από την ισχύ του νόμου αυτού, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 82 § 1 εδ. α’ ν. 4182/2013: «Όπου δεν ορίζεται διαφορετικά, οι διατάξεις του Κώδικα εφαρμόζονται και στις κοινωφελείς περιουσίες που υφίστανται κατά την έναρξη ισχύος του, ανεξάρτητα από τον τρόπο σύστασής τους».
[8] Άρθρο 109 § 2 Σ: Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επωφελέστερη αξιοποίηση ή διάθεση, για τον ίδιο ή άλλο κοινωφελή σκοπό, εκείνου που καταλείφθηκε ή δωρήθηκε, στην περιοχή που καθόρισε ο δωρητής ή ο διαθέτης ή στην ευρύτερή της περιφέρεια, όταν βεβαιωθεί με δικαστική απόφαση ότι η θέληση του διαθέτη ή του δωρητή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, για οποιονδήποτε λόγο, καθόλου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος που περιεχομένου της, καθώς και αν μπορεί να ικανοποιηθεί πληρέστερα με τη μεταβολή της εκμετάλλευσης, όπως νόμος ορίζει.
[9] Άρθρο 10 § 3 εδ. α’ ν. 4182/2013: Το […] δικαστήριο αποφαίνεται επίσης, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, επί του εάν η βούληση του διαθέτη ή δωρητή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, για οποιονδήποτε λόγο, καθόλου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος της, και καθορίζει τον τρόπο της επωφελέστερης ή ασφαλέστερης αξιοποίησης της περιουσίας, καθώς και το σκοπό και την περιοχή για την οποία πρέπει αυτή να διατεθεί.