Ελλιπής χρονολογία και άλλες περιπτώσεις ελαττωματικής χρονολόγησης διαθήκης – Α. Παπαδημητρόπουλος
Το άρθρο 1721 § 1 ΑΚ προβλέπει ότι η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ’ αυτόν, ενώ από τη χρονολογία πρέπει να προκύπτει η ημέρα, ο μήνας και το έτος. Συχνά όμως δεν προκύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτεί η εν λόγω διάταξη, οπότε γίνεται λόγος για ελλιπή χρονολογία. Στις περιπτώσεις αυτές τίθεται ζήτημα ακυρότητας (άρθρο 1718 ΑΚ) της διαθήκης, αν δεν μπορεί να αναπληρωθεί η έλλειψη από άλλο στοιχείο εντός του κειμένου της διαθήκης, σε συνδυασμό ενδεχομένως με άλλα στοιχεία εκτός αυτού.
Τέτοια περίπτωση ελλιπούς χρονολογίας απασχόλησε την ΟλΑΠ 7/2017, καθώς ο διαθέτης χρονολόγησε τη διαθήκη του με αναφορά απλώς στον μήνα και το έτος σύνταξής της («Δεκέμβρης 91») παραλείποντας πλήρως την ημέρα. Από το υπόλοιπο περιεχόμενο της διαθήκης δεν προέκυπτε κάτι που θα μπορούσε να χρησιμεύσει για τον προσδιορισμό της ημέρας σύνταξης της διαθήκης. Η ΟλΑΠ 7/2017 εξέτασε το ενδεχόμενο αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 1721 § 3 ΑΚ, σύμφωνα με το οποίο ψευδής ή εσφαλμένη χρονολογία δεν επάγεται μόνη της ακυρότητα της ιδιόγραφης διαθήκης, και το απέρριψε, δεχόμενη τελικά ακυρότητα της διαθήκης.
Αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι ακριβώς οι περιπτώσεις ελλιπούς χρονολογίας και ερευνάται το ερώτημα της ορθής αντιμετώπισής τους. Προς τον σκοπό αυτόν εξετάζεται αρχικά η μεθοδολογία που ακολουθεί η ΟλΑΠ 7/2017, η οποία, αν και ορθά αντιμετωπίζει το εξεταζόμενο ερώτημα τελεολογικά, η τελεολογική σύγκριση στην οποία προβαίνει δεν λαμβάνει υπόψη τα κατάλληλα σημεία σύγκρισης. Εν συνεχεία, προσεγγίζονται οι κρίσιμες νομοθετικές αξιολογήσεις και επιχειρείται ο τελεολογικός συντονισμός των οικείων διατάξεων. Εντοπίζονται βασικές περιπτώσεις αναληθούς και ελαττωματικής χρονολογίας, ενώ αναζητούνται και αξιολογούνται τα πρακτικά και νομικά προβλήματα που θέτουν προκειμένου να εξευρεθούν λύσεις που εξασφαλίσουν την όμοια μεταχείριση ουσιωδώς όμοιων περιπτώσεων.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η μελέτη είναι αντίθετο προς την ΟλΑΠ 7/2017. Υποστηρίζεται συγκεκριμένα ότι σε όλες τις περιπτώσεις ελαττωματικής χρονολογίας πρέπει να εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 1721 § 3 ΑΚ και να θεωρείται έγκυρη η διαθήκη ανεξάρτητα από το αν και με ποιον τρόπο μπορεί τελικά να διαπιστωθεί ο πραγματικός χρόνος σύνταξής της. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπου ο διαθέτης στην ουσία προσχηματικά απλώς χρονολογεί τη διαθήκη του, ενώ στην πραγματικότητα καταφανώς αποφεύγει να προσδιορίσει τον χρόνο σύνταξής της δικαιολογείται η ακυρότητα. Το τελευταίο θα πρέπει να γίνει δεκτό, υπό την ίδια προϋπόθεση, και σε περίπτωση απλώς αναληθούς (ψευδούς ή εσφαλμένης) χρονολογίας.
Η λύση αυτή επιτρέπει σε περισσότερες περιπτώσεις τη διατήρηση του κύρους της διαθήκης, πράγμα που συμβαδίζει με την τάση τόσο της νομολογίας όσο και της βιβλιογραφίας για περιορισμό των ακυροτήτων, όταν είναι προφανές ότι στη διαθήκη αποτυπώνεται χωρίς οποιαδήποτε αλλοίωση η πραγματική βούληση του διαθέτη. Υπό την τελευταία αυτή προϋπόθεση, η διατήρηση του κύρους της διαθήκης βρίσκεται εγγύτερα στην αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας.
Για να λάβετε το άρθρο όπως δημοσιεύτηκε στο νομικό περιοδικό Εφαρμογές Αστικού Δικαίου (ΕφΑΔ) πατήστε εδώ.