Το δικαίωμα μείωσης της αντιπαροχής λόγω πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής ρυθμίζεται στον ΑΚ, ή σε ειδικούς νόμους εκτός ΑΚ, αποσπασματικά, για συγκεκριμένους δηλαδή τύπους συμβάσεων. Ο αγοραστής στην πώληση, ο μισθωτής στη μίσθωση και ο εργοδότης στη σύμβαση έργου έχουν δικαίωμα μείωσης της αντιπαροχής τους αν το πωλούμενο πράγμα, το μίσθιο ή το έργο εμφανίζουν πραγματικά ελαττώματα. Αντίθετα, ο ΑΚ δεν προβλέπει ένα γενικό δικαίωμα μείωσης της οφειλόμενης αντιπαροχής επί πλημμελούς εκπλήρωσης της παροχής σε όλες τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. Έτσι, για ένα μεγάλο μέρος των συμβάσεων που καταρτίζονται καθημερινά ο δανειστής που λαμβάνει πλημμελή παροχή περιορίζεται τελικά στην αξίωση αποζημίωσης, η οποία όμως συχνά δεν γεννιέται καν ελλείψει ζημίας. Στις περιπτώσεις αυτές ο δανειστής πληρώνει κατ’ αποτέλεσμα για μια παροχή υποδεέστερη αυτής στην οποία συμφώνησε. Το ζήτημα ανακύπτει με χαρακτηριστικό τρόπο στις συμβάσεις παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, όταν το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών είναι κατώτερο αυτού που συμφωνήθηκε, αλλά ο δανειστής δεν έχει υποστεί εκ του λόγου αυτού κάποια ζημία. Στην παρούσα μελέτη προτείνεται η περαιτέρω διάπλαση του δικαίου προκειμένου να αναγνωριστεί ένα γενικό δικαίωμα μείωσης της οφειλόμενης αντιπαροχής λόγω πλημμελούς παροχής για όλες τις αμφοτεροβαρείς συμβάσεις, συμπεριλαμβανομένης της σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Το δικαίωμα αυτό είναι διαπλαστικό, ανεξάρτητο πταίσματος του οφειλέτη και ζημίας του δανειστή. Αποσκοπεί στην αποκατάσταση της ισοδυναμίας παροχής και αντιπαροχής που διατάραξε η πλημμελής εκπλήρωση και θεμελιώνεται σε αναλογία δικαίου αφενός προς τις ειδικά ρυθμιζόμενες περιπτώσεις μείωσης και αφετέρου προς την (μερική) απαλλαγή του δανειστή από την υποχρέωση αντιπαροχής επί μερικής αδυναμίας παροχής.
Ακολουθεί αυτούσια η μελέτη όπως δημοσιεύτηκε στο νομικό περιοδικό Εφαρμογές Αστικού Δικαίου
